Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλέφαρον: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γλέφαρον]] -ου, τό Aeol. voor [[βλέφαρον]].
|elnltext=[[γλέφαρον]] -ου, τό Aeol. voor [[βλέφαρον]].
}}
{{pape
|ptext=τό, dor. = [[βλέφαρον]], Pind. <i>Ol</i>. 3.12.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλέφαρον:''' τό, Αιολ. αντί [[βλέφαρον]].
|lsmtext='''γλέφαρον:''' τό, Αιολ. αντί [[βλέφαρον]].
}}
{{pape
|ptext=τό, dor. = [[βλέφαρον]], Pind. <i>Ol</i>. 3.12.
}}
}}

Revision as of 12:30, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλέφᾰρον Medium diacritics: γλέφαρον Low diacritics: γλέφαρον Capitals: ΓΛΕΦΑΡΟΝ
Transliteration A: glépharon Transliteration B: glepharon Transliteration C: glefaron Beta Code: gle/faron

English (LSJ)

τό, Aeolic for βλέφαρον, Pi. O. 3.12, etc.

Spanish (DGE)

v. βλέφαρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλέφαρον -ου, τό Aeol. voor βλέφαρον.

German (Pape)

τό, dor. = βλέφαρον, Pind. Ol. 3.12.

Russian (Dvoretsky)

γλέφᾰρον: τό Pind. v.l. = βλέφαρον.

Greek (Liddell-Scott)

γλέφαρον: τό, Αἰολ. ἀντὶ βλέφαρον, Πίνδ.

English (Slater)

γλέφᾰρον (-α, -ων, -οις)
   a brow, forehead γλεφάρων Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὑψόθεν ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.12) τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.45)
   b eye, eyelid κελαινῶπιν δἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.8) ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121) παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα (sc. Κυράνα) (P. 9.24) Ὥρα πότνια ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις (Heyne: βλεφ- codd.) (N. 8.2)
   c fragg. ]α γλέφαρα[ fr. 51. f. c. γλεφ[ P. Oxy. 2446. fr. 25. 1.

Greek Monolingual

το
βλ. βλέφαρο.

Greek Monotonic

γλέφαρον: τό, Αιολ. αντί βλέφαρον.