δειροτομέω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δειροτομέω [[[δέρη]], [[τέμνω]]] iem. de hals doorsnijden, met acc.
|elnltext=δειροτομέω [[[δέρη]], [[τέμνω]]] iem. de hals doorsnijden, met acc.
}}
{{pape
|ptext=<i>den Hals [[abschneiden]]</i>, τινά; [[ἄμφω]] δειροτομήσεις <i>Il</i>. 21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει 21.555, μή με λιλαίεο δειροτομῆσαι <i>Od</i>. 22.349, τῶν ἐνέβαλλε πυρῇ [[δύο]] δειροτομήσας <i>Il</i>. 23.174. Vgl. das [[Komposit]]. [[ἀποδειροτομέω]], welchesin [[Ilias]] und [[Odyssee]] [[mehrmals]] nach Homerischer Art [[anstatt]] des simpl. [[δειροτομέω]] [[gebraucht]] ist.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τέμνω]]<br />to cut the [[throat]] of a [[person]], [[behead]], σὺ δ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις Hom.
|mdlsjtxt=[[τέμνω]]<br />to cut the [[throat]] of a [[person]], [[behead]], σὺ δ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις Hom.
}}
{{pape
|ptext=<i>den Hals [[abschneiden]]</i>, τινά; [[ἄμφω]] δειροτομήσεις <i>Il</i>. 21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει 21.555, μή με λιλαίεο δειροτομῆσαι <i>Od</i>. 22.349, τῶν ἐνέβαλλε πυρῇ [[δύο]] δειροτομήσας <i>Il</i>. 23.174. Vgl. das [[Komposit]]. [[ἀποδειροτομέω]], welchesin [[Ilias]] und [[Odyssee]] [[mehrmals]] nach Homerischer Art [[anstatt]] des simpl. [[δειροτομέω]] [[gebraucht]] ist.
}}
}}

Revision as of 12:31, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειροτομέω Medium diacritics: δειροτομέω Low diacritics: δειροτομέω Capitals: ΔΕΙΡΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: deirotoméō Transliteration B: deirotomeō Transliteration C: deirotomeo Beta Code: deirotome/w

English (LSJ)

fut. -ήσω, cut the throat of a person, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, cf. 555, Od.22.349.

Spanish (DGE)

cortar el cuello, degollar, matar σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει Il.21.555, cf. Od.22.349, Nonn.D.37.48, δύω βόε δειροτομῆσαι h.Merc.405, cf. Il.23.174, τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμησεν Zen.1.41, cf. Euctenius C.Par.19.3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. δειροτομήσω;
couper le cou, décapiter, acc..
Étymologie: δειρή, τέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειροτομέω [δέρη, τέμνω] iem. de hals doorsnijden, met acc.

German (Pape)

den Hals abschneiden, τινά; ἄμφω δειροτομήσεις Il. 21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει 21.555, μή με λιλαίεο δειροτομῆσαι Od. 22.349, τῶν ἐνέβαλλε πυρῇ δύο δειροτομήσας Il. 23.174. Vgl. das Komposit. ἀποδειροτομέω, welchesin Ilias und Odyssee mehrmals nach Homerischer Art anstatt des simpl. δειροτομέω gebraucht ist.

Russian (Dvoretsky)

δειροτομέω: перерезывать шею, обезглавливать (τινα Hom.).

English (Autenrieth)

(τέμνω): cut the throat, behead.

Greek Monotonic

δειροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), κόβω το λαιμό ενός ανθρώπου, αποκεφαλίζω, σὺδ' ἄμφω δειροτομήσεις, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

δειροτομέω: μέλλ. –ήσω, κόπτω τὸν λαιμόν τινος, ἀποκεφαλίζω, σὺ δ’ ἄμφω δειροτομήσεις Ἰλ. Φ. 89, πρβλ. 555, Ὀδ. Χ. 349.

Middle Liddell

τέμνω
to cut the throat of a person, behead, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Hom.