σφαῖρος: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σφαῖρος -ου, ὁ [~ σφαῖρα] [[bol]]. | |elnltext=σφαῖρος -ου, ὁ [~ σφαῖρα] [[bol]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[kugelrund]]</i>, Empedocl. 24 bei M.Ant. 8.41, 13.3. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. [[σφῆρος]] Α<br />η πρωταρχική [[κυκλοτερής]] [[κατάσταση]] του κόσμου<br /><b>αρχ.</b><br />(σε <b>επιγρ.</b> στον τ. [[σφήρος]]) [[ωροσκόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σφαῖρα]], με [[αλλαγή]] γένους]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. [[σφῆρος]] Α<br />η πρωταρχική [[κυκλοτερής]] [[κατάσταση]] του κόσμου<br /><b>αρχ.</b><br />(σε <b>επιγρ.</b> στον τ. [[σφήρος]]) [[ωροσκόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σφαῖρα]], με [[αλλαγή]] γένους]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A = σφαῖρα, the condition of the Universe (ὁ Κόσμος), when brought together by Eros, Emp.27.4,al. II cf. σφῆρος. III dub. sens. in POxy.1727.15 (ii/iii A.D.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαῖρος -ου, ὁ [~ σφαῖρα] bol.
German (Pape)
kugelrund, Empedocl. 24 bei M.Ant. 8.41, 13.3.
Russian (Dvoretsky)
σφαῖρος: сферический, шарообразный Emped.
Greek (Liddell-Scott)
σφαῖρος: -ον, = σφαῖρα, ἡ κατάστασις τοῦ Κόσμου ἢ τοῦ σύμπαντος ὅτε συνεσκευάσθη ὑπὸ τοῦ Ἔρωτος, Ἐμπεδ. 168, 176.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. σφῆρος Α
η πρωταρχική κυκλοτερής κατάσταση του κόσμου
αρχ.
(σε επιγρ. στον τ. σφήρος) ωροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σφαῖρα, με αλλαγή γένους].