ἀληθευτικός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[ἀληθευτικός]] -ή -όν [[ἀληθεύω]] [[eerlijk]], [[oprecht]].
|elnltext=[[ἀληθευτικός]] -ή -όν [[ἀληθεύω]] [[eerlijk]], [[oprecht]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[wahrhaftig]]</i>, Arist. <i>Eth</i>. 4.3 und 7; in der [[Mitte]] [[stehend]] [[zwischen]] dem [[εἴρων]] und [[ἀλαζών]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀληθευτικός]], -ή, -ὸν (AM) [[ἀληθευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κρύβει την [[αλήθεια]], [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀληθευτικόν</i><br />η [[φιλαλήθεια]].
|mltxt=[[ἀληθευτικός]], -ή, -ὸν (AM) [[ἀληθευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κρύβει την [[αλήθεια]], [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀληθευτικόν</i><br />η [[φιλαλήθεια]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[wahrhaftig]]</i>, Arist. <i>Eth</i>. 4.3 und 7; in der [[Mitte]] [[stehend]] [[zwischen]] dem [[εἴρων]] und [[ἀλαζών]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθευτικός Medium diacritics: ἀληθευτικός Low diacritics: αληθευτικός Capitals: ΑΛΗΘΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: alētheutikós Transliteration B: alētheutikos Transliteration C: alitheftikos Beta Code: a)lhqeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, truthful, frank, candid, Arist.EN1127a24, al.; τὸ ἀ. Hierocl.in CA2p.422M. Adv. -κῶς Eust.385.6, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sincero Arist.EN 1124b30, 1127a24
neutr. subst. Hierocl.in CA 2.
2 adv. -ῶς sinceramente Eust.385.6.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀληθευτικός -ή -όν ἀληθεύω eerlijk, oprecht.

German (Pape)

wahrhaftig, Arist. Eth. 4.3 und 7; in der Mitte stehend zwischen dem εἴρων und ἀλαζών.

Russian (Dvoretsky)

ἀληθευτικός: правдивый, искренний Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθευτικός: -ή, -όν, φιλαλήθης, οὐδὲν ἀποκρύπτων, εἰλικρινής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7. ― ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 385, 6 κτλ.

Greek Monolingual

ἀληθευτικός, -ή, -ὸν (AM) ἀληθευτής
1. αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια, φιλαλήθης, ειλικρινής
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀληθευτικόν
η φιλαλήθεια.