ἀθεράπευτος: Difference between revisions
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθεράπευτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[αφρόντιστος]], παραμελημένος, λέγεται για ζώα, σε Ξεν.· <i>τὸ ἀθεράπευτον</i>, η [[παραμέληση]] της εξωτερικής εμφάνισης, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν γιατρεύεται, [[ανίατος]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀθεράπευτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[αφρόντιστος]], παραμελημένος, λέγεται για ζώα, σε Ξεν.· <i>τὸ ἀθεράπευτον</i>, η [[παραμέληση]] της εξωτερικής εμφάνισης, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν γιατρεύεται, [[ανίατος]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[ungepflegt]]</i>, οὐδὲν ἀθ. [[ἐᾶν]] Xen. <i>Mem</i>. 2.4.3, [[nichts]] <i>ohne [[Pflege]]</i> [[lassen]]; Plut. <i>Luc.; [[unheilbar]]</i>, Luc. <i>Ocyp</i>. 27; τὸ πεπρωμένον ἀθεράπευτον, Aeson. 42. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> uncared for, of animals, Xen.: τὸ ἀθ. [[neglect]] of one's [[appearance]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> unhealed, [[incurable]], Luc. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> uncared for, of animals, Xen.: τὸ ἀθ. [[neglect]] of one's [[appearance]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> unhealed, [[incurable]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, A uncared for, of things, X.Mem.2.4.3; of persons, D.H.3.22; of faults, neglected, not treated, Phld.Lib.p.39 O.; τὸ ἀ. neglect of one's personal appearance, Luc.Pisc.12. II incurable, πάθος PGnom. 205 (ii A. D., in form ἀθαράπ-), cf. Luc.Ocyp.27, [Gal.]14.689; ταραχή Phld.D.1.15. Adv. -τως Ph.2.404. III not prepared or cured, στέαρ Dsc.2.76.16.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀθαρ- PGnom.205 (II d.C.)
I 1descuidado, desatendido κτήματα X.Mem.2.4.3, ἄσιτοί τε οἱ πολλοὶ καὶ ἀθεράπευτοι la mayoría desatendidos y sin comida D.H.3.22, cf. Gr.Nyss.Ep.Can.221.2
•de enfermos ὁπόσοι δ' ἂν καταλειφθέωσιν ἀθεράπευτοι θνῄσκουσιν Hp.Fist.3, εἴτε κακίαν (ἔχεις) μὴ μείνῃς ἀθεράπευτος Plu.2.1128d, cf. D.Chr.7.137, τὸ σῶμα Plu.Alex.77
•τὸ ἀ. aspecto descuidado, desaliño Luc.Pisc.12.
2 no preparado στέαρ Dsc.2.76.16
•de pieles no curtido δέρματα καθαρὰ ἀθεράπευτα PSI 465.14 (III d.C.).
II 1incurable ταραχή Phld.D.1.15.26, κακόν Arr.Epict.2.15.20, πάθος PGnom.l.c., cf. Luc.Ocyp.27, νόσος SEG 12.546 (Capadocia).
2 que no se puede enmendar, irremediable τὸ ἑκάστῳ πεπρωμένον ἀθεράπευτόν ἐστι lo asignado por el destino a cada uno es irremediable Aesop.196.1.9
•subst. τὸ ἀθεράπευτον lo irremediable Sch.Er.Il.24.526.
3 intratable de pers., Phld.Lib.84.11.
III adv. -ως incurablemente Ph.2.404, Sch.S.Ai.634aCh.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non soigné, négligé;
2 incurable.
Étymologie: ἀ, θεραπεύω.
Greek Monotonic
ἀθεράπευτος: -ον, I. αφρόντιστος, παραμελημένος, λέγεται για ζώα, σε Ξεν.· τὸ ἀθεράπευτον, η παραμέληση της εξωτερικής εμφάνισης, σε Λουκ.
II. αυτός που δεν γιατρεύεται, ανίατος, στον ίδ.
German (Pape)
ungepflegt, οὐδὲν ἀθ. ἐᾶν Xen. Mem. 2.4.3, nichts ohne Pflege lassen; Plut. Luc.; unheilbar, Luc. Ocyp. 27; τὸ πεπρωμένον ἀθεράπευτον, Aeson. 42.
Russian (Dvoretsky)
ἀθεράπευτος:
1 оставленный без ухода, заброшенный (σῶμα Plut.): οὐδὲν ἀθεράπευτον ἐᾶν Xen. заботиться обо всем, вникать во все;
2 неряшливо одетый Plut.;
3 неизлечимый (sc. πόνος Luc.).
Middle Liddell
I. uncared for, of animals, Xen.: τὸ ἀθ. neglect of one's appearance, Luc.
II. unhealed, incurable, Luc.