ἁπαλύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "tr" to "tr")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[amollir]], [[assouplir]];<br /><b>2</b> rendre tendre <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]].
|btext=<b>1</b> [[amollir]], [[assouplir]];<br /><b>2</b> [[rendre tendre]] <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:31, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπᾰλύνω Medium diacritics: ἁπαλύνω Low diacritics: απαλύνω Capitals: ΑΠΑΛΥΝΩ
Transliteration A: hapalýnō Transliteration B: hapalynō Transliteration C: apalyno Beta Code: a(palu/nw

English (LSJ)

[ῡ], A soften, ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας, X.Eq.4.5, 5.5; make plump, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.50. 2 make tender or delicate, τοὺς πόδας ὑποδήμασι X.Lac.2.1:—Pass., to be softened, metaph., LXX 4 Ki.22.19, Ps. 54(55).21.

Spanish (DGE)

I tr.
1 suavizar, ablandar ἀνθρώπου τε σάρκα καὶ ἵππου στόμα X.Eq.4.5, τὰς τρίχας X.Eq.5.5, ὕδωρ ἔλαιον (ac.) ἁπαλύνει Hippol.M.10.852B
fig. del corazón del pecador, LXX 4Re.22.19.
2 hacer delicado, afeminado τῶν παίδων πόδας ... ὑποδήμασι X.Lac.2.1, τὰς σάρκας ὥσπερ νηπίου LXX Ib.33.25.
3 hacer engordar por op. ἰσχαίνω: ἀναθρέψαι τὸ σῶμα καὶ ἁπαλῦναι Hp.Art.50.
II intr. en v. med. ablandarse de plantas, Horap.1.37
calmarse κῦμα θαλάσσης ... γαλήνῃ Anacreont.46.4.

German (Pape)

[Seite 277] erweichen, Hippocr.; Xen. re equ. 5, 5; verweichlichen, verzärteln, Xen. Lac. 2, 1; beruhigen, κῦμα άπαλύνεται γαλήνῃ Anacr. 44, 4.

French (Bailly abrégé)

1 amollir, assouplir;
2 rendre tendre ou délicat.
Étymologie: ἁπαλός.

Russian (Dvoretsky)

ἁπᾰλύνω:
1 делать мягким, податливым, смягчать (τὸ τοῦ ἵππου στόμα, τὰς τρίχας Xen.);
2 изнеживать (πόδας Xen.);
3 успокаивать (κῦμα ἁπαλύνεται γαλένῃ Anacr.);
4 делать влажным, туманным (ἀὴρ ἁπαλυνόμενος - v.l. к παχυνόμενος - διὰ τὴν περίψυξιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλύνω: μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) μαλακύνω, μαλάσσω, τοῦ ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: παχύνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχναίνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).

Greek Monolingual

κ. απαλαίνωἁπαλύνω)
νεοελλ.
μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω
καταπραΰνω
αρχ.
1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό, μαλακώνω
2. κάνω κάτι παχύ
3. παθ. μτφ. καταπραΰνομαι, μαλακώνω.

Greek Monotonic

ἁπᾰλύνω: μέλ. -ῠνῶ (ἁπαλός
1. μαλακώνω, μαλάξω, σε Ξεν.
2. καθιστώ κάτι αβρό, τρυφερό, τοὺς πόδας, στον ίδ.

Middle Liddell

ἁπαλός
1. to soften, Xen.
2. to make tender, τοὺς πόδας Xen.