ἀμβολιεργός: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμβολιεργός''': -όν, ποιητ. ἀντὶ ἀναβολ. - ([[ἀναβάλλω]] Β. ΙΙ.) ὁ τὸ [[ἔργον]] | |lstext='''ἀμβολιεργός''': -όν, ποιητ. ἀντὶ ἀναβολ. - ([[ἀναβάλλω]] Β. ΙΙ.) ὁ τὸ [[ἔργον]] αὐτοῦ ἀναβάλλων, ἀμελὴς [[ἀνήρ]], Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 411· τινὸς ἢ ἔν τινι ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Πλούτ. 2. 548D, 118C. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:40, 11 December 2022
English (LSJ)
όν, poet. for ἀναβολ-, (ἀναβάλλω B. 11) putting off work, dilatory, ἀνήρ Hes.Op.413; τινός or ἔν τινι in a thing, Plu.2.548d, 118c.
Spanish (DGE)
-όν
1 que deja el trabajo para más tarde, que retrasa el trabajo, ἀνήρ Hes.Op.413.
2 dilatorio, que retrasa τοῦ κακῶς ποιεῖν de un dios, Plu.2.548d, σιωπή Nonn.D.42.156.
German (Pape)
[Seite 119] (ἀναβάλλω), die Arbeit aufschiebend, saumselig, Hes. O. 411 u. Sp. D.; τοῦ κακῶς ποιεῖν Plut. S. N. V. 2.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui remet ou ajourne une tâche.
Étymologie: ἀμβολή, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβολιεργός: любящий откладывать дела, медлительный (ἀνήρ Hes.): ἀ. τινος и ἔν τινι Plut. постоянно откладывающий что-л. (на другое время).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβολιεργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ ἀναβολ. - (ἀναβάλλω Β. ΙΙ.) ὁ τὸ ἔργον αὐτοῦ ἀναβάλλων, ἀμελὴς ἀνήρ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 411· τινὸς ἢ ἔν τινι ὡς πρός τι πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 548D, 118C.
Greek Monotonic
ἀμβολιεργός: -όν, ποιητ. αντί ἀναβολ- (ἀναβάλλω II, ἔργον), αυτός που αναβάλλει μια εργασία, αμελής, κωλυσιεργός, σε Ησίοδ., Πλούτ.
Middle Liddell
poet. for ἀναβολ- (ἀναβάλλω II, ἔργον)]
putting off a work, dilatory, Hes., Plut.