Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιδιαιρέω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> en v. act. [[distinguir por dicotomía]] βαρβάρους πρὸς Ἕλληνας Str.14.2.28, ἀντιδιαιροῦντες τὸ σύνθετον τῷ ἁπλῷ Plot.6.3.10, cf. Demetr.Lac.p.47, Phld.<i>Oec</i>.p.35, Iambl.<i>Comm.Math</i>.12<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[distinguirse oponiéndose]] ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντιδιῄρηται ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους Arist.<i>Cat</i>.14<sup>b</sup>34, cf. <i>Top</i>.143<sup>a</sup>34, οὐδὲ ἰσαξίως (τῶν κακῶν) ἀντιδιαιρουμένων τοῖς ἀγαθοῖς Iambl.<i>Myst</i>.9.7, cf. Archyt.<i>Fr.Sp</i>.2 (1, p.567), Procl.<i>Inst</i>.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[distribuir]] τροφὴν τοῖς νεύροις Theo Gymn. en Gal.6.208.<br /><b class="num">3</b> ἀντιδιαιρεῖται· ἀντιμερίζεται Hsch.
|dgtxt=<b class="num">1</b> en v. act. [[distinguir por dicotomía]] βαρβάρους πρὸς Ἕλληνας Str.14.2.28, ἀντιδιαιροῦντες τὸ σύνθετον τῷ ἁπλῷ Plot.6.3.10, cf. Demetr.Lac.p.47, Phld.<i>Oec</i>.p.35, Iambl.<i>Comm.Math</i>.12<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[distinguirse oponiéndose]] ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντιδιῄρηται ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους Arist.<i>Cat</i>.14<sup>b</sup>34, cf. <i>Top</i>.143<sup>a</sup>34, οὐδὲ ἰσαξίως (τῶν κακῶν) ἀντιδιαιρουμένων τοῖς ἀγαθοῖς Iambl.<i>Myst</i>.9.7, cf. Archyt.<i>Fr.Sp</i>.2 (1, p.567), Procl.<i>Inst</i>.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[distribuir]] τροφὴν τοῖς νεύροις Theo Gymn. en Gal.6.208.<br /><b class="num">3</b> ἀντιδιαιρεῖται· ἀντιμερίζεται Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιδιαιρέω''': διαιρῶ, [[χωρίζω]] εἰς ἀντίθετα, [τοὺς βαρβάρους] ἀντιδιαιροῦντες πρὸς τοὺς Ἕλληνας Στράβ. 662: - Παθ., ἀντιδιῃρῆσθαι λέγεται ἀλλήλοις τὰ κατὰ τὴν αὐτὴν διαίρεσιν, [[οἷον]] τὸ πτηνὸν τῷ πεζῷ καὶ τῷ ἐνύδρῳ· [[ταῦτα]] γὰρ ἀλλήλοις ἀντιδιῄρηται ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους Ἀριστ. Κατηγ. 13. 3, Τόπ. 5. 6, 10, καὶ ἀλλαχοῦ.
|lstext='''ἀντιδιαιρέω''': διαιρῶ, [[χωρίζω]] εἰς ἀντίθετα, [τοὺς βαρβάρους] ἀντιδιαιροῦντες πρὸς τοὺς Ἕλληνας Στράβ. 662: - Παθ., ἀντιδιῃρῆσθαι λέγεται ἀλλήλοις τὰ κατὰ τὴν αὐτὴν διαίρεσιν, [[οἷον]] τὸ πτηνὸν τῷ πεζῷ καὶ τῷ ἐνύδρῳ· [[ταῦτα]] γὰρ ἀλλήλοις ἀντιδιῄρηται ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους Ἀριστ. Κατηγ. 13. 3, Τόπ. 5. 6, 10, καὶ ἀλλαχοῦ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντιδιαιρέω:''' лог. разделять, различать, противопоставлять: τὰ ἀντιδιῃρημένα Arst. логически противопоставленные элементы.
|elrutext='''ἀντιδιαιρέω:''' лог. разделять, различать, противопоставлять: τὰ ἀντιδιῃρημένα Arst. логически противопоставленные элементы.
}}
}}

Revision as of 19:40, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιαιρέω Medium diacritics: ἀντιδιαιρέω Low diacritics: αντιδιαιρέω Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΙΡΕΩ
Transliteration A: antidiairéō Transliteration B: antidiaireō Transliteration C: antidiaireo Beta Code: a)ntidiaire/w

English (LSJ)

A distinguish logically, βαρβάρους πρὸς Ἕλληνας Str.14.2.28, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.68, Phld.Oec.p.35J.; τὸ σύνθετον τῷ ἁπλῷ Plot.6.3.10, cf. Iamb.Comm.Math.4:—Pass., to be opposed as the members of a natural classification, Arist.Cat.14b34, Top.143a36, cf. Iamb.Myst.9.7. II Med., τροφὴν τοῖς νεύροις, perhaps distribute, Theo Gymn. ap. Gal.6.208.

Spanish (DGE)

1 en v. act. distinguir por dicotomía βαρβάρους πρὸς Ἕλληνας Str.14.2.28, ἀντιδιαιροῦντες τὸ σύνθετον τῷ ἁπλῷ Plot.6.3.10, cf. Demetr.Lac.p.47, Phld.Oec.p.35, Iambl.Comm.Math.12
en v. med. distinguirse oponiéndose ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντιδιῄρηται ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους Arist.Cat.14b34, cf. Top.143a34, οὐδὲ ἰσαξίως (τῶν κακῶν) ἀντιδιαιρουμένων τοῖς ἀγαθοῖς Iambl.Myst.9.7, cf. Archyt.Fr.Sp.2 (1, p.567), Procl.Inst.5.
2 en v. med. distribuir τροφὴν τοῖς νεύροις Theo Gymn. en Gal.6.208.
3 ἀντιδιαιρεῖται· ἀντιμερίζεται Hsch.

German (Pape)

[Seite 251] (s. αἱρέω), dagegen abtheilen, und dah. einen Gegensatz machen, entgegenstellen, Arist. top. 6 u. Folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαιρέω: διαιρῶ, χωρίζω εἰς ἀντίθετα, [τοὺς βαρβάρους] ἀντιδιαιροῦντες πρὸς τοὺς Ἕλληνας Στράβ. 662: - Παθ., ἀντιδιῃρῆσθαι λέγεται ἀλλήλοις τὰ κατὰ τὴν αὐτὴν διαίρεσιν, οἷον τὸ πτηνὸν τῷ πεζῷ καὶ τῷ ἐνύδρῳ· ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντιδιῄρηται ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους Ἀριστ. Κατηγ. 13. 3, Τόπ. 5. 6, 10, καὶ ἀλλαχοῦ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιαιρέω: лог. разделять, различать, противопоставлять: τὰ ἀντιδιῃρημένα Arst. логически противопоставленные элементы.