ἀμετάβατος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ametavatos
|Transliteration C=ametavatos
|Beta Code=a)meta/batos
|Beta Code=a)meta/batos
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[not changing place]], [[stationary]], ἥλιος Cleom.2.1; οὐρανός Simp.''in Ph.''611.5. Adv. -τως [[without transition]], ἀκινήτως καὶ ἀ. Procl.''Inst.''52, cf. Simp. ''in Ph.''1162.6.<br><span class="bld">2</span> Gramm., [[intransitive]], ῥῆμα A.D.''Pron.''44.12, al. Adv. [[ἀμεταβάτως]] = [[intransitively]], Sch.Ar.''Pl.'' 158.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[incapable of being traversed]], i.e. [[unextended]], Epicur. ''Ep.''1p.18U.
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[not changing place]], [[stationary]], ἥλιος Cleom.2.1; οὐρανός Simp.''in Ph.''611.5. Adv. [[ἀμεταβάτως]] =[[without transition]], ἀκινήτως καὶ ἀ. Procl.''Inst.''52, cf. Simp. ''in Ph.''1162.6.<br><span class="bld">2</span> Gramm., [[intransitive]], ῥῆμα A.D.''Pron.''44.12, al. Adv. [[ἀμεταβάτως]] = [[intransitively]], Sch.Ar.''Pl.'' 158.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[incapable of being traversed]], i.e. [[unextended]], Epicur. ''Ep.''1p.18U.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 14:34, 19 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάβᾰτος Medium diacritics: ἀμετάβατος Low diacritics: αμετάβατος Capitals: ΑΜΕΤΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: ametábatos Transliteration B: ametabatos Transliteration C: ametavatos Beta Code: a)meta/batos

English (LSJ)

ον,
A not changing place, stationary, ἥλιος Cleom.2.1; οὐρανός Simp.in Ph.611.5. Adv. ἀμεταβάτως =without transition, ἀκινήτως καὶ ἀ. Procl.Inst.52, cf. Simp. in Ph.1162.6.
2 Gramm., intransitive, ῥῆμα A.D.Pron.44.12, al. Adv. ἀμεταβάτως = intransitively, Sch.Ar.Pl. 158.
II Pass., incapable of being traversed, i.e. unextended, Epicur. Ep.1p.18U.

Spanish (DGE)

-ον
I fil.
1 inmóvil (ὁ ἥλιος) οὐκ ἔστι δ' ἀκίνητος οὐδὲ ἀ. Cleom.2.1.71, (ὁ οὐρανός) οὐ μεταβαίνει τόπον ἐκ τόπου, ἀλλὰ μένει γε ἐν ταὐτῷ καὶ ἀ. λέγεται Simp.in Ph.611.5.
2 inmutable c. abstr. ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ Procl.in Euc.214.1, Simp.in Ph.1162.6, cf. Procl.in Ti.2.243.19, ζωή Simp.in Ph.613.38, tb. subst. τὸ ἀμετάβατον τῶν ποιοτήτων Porph.in Cat.100.8.
3 subst. impenetrabilidad ἡ γὰρ κοινότης ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖς πρὸς τὰ ἀμετάβατα = la comunidad que se da entre ellos (los átomos) en cuanto a su impenetrabilidad Epicur.Ep.[2] 59.8.
II gram.
1 del pronombre reflexivo op. τὰ μεταβατικά A.D.Pron.44.12, ἡ ἀμετάβατος κατὰ τὸ πρόσωπον ἀντωνυμία Sch.D.T.88.31.
2 del verbo intransitivo ῥῆμα Sch.D.T.89.4, cf. Priscian.Inst.552.25.
III adv. ἀμεταβάτως
1 fil. sin transición, ἀκινήτως καὶ ἀμεταβάτως = sin movimiento ni transición Procl.Inst.52.
2 gram. intransitivamente Sch.Ar.Pl.142, 158.

German (Pape)

[Seite 122] intransitivum, ῥῆμα, Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. intransitif.
Étymologie: , μεταβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάβᾰτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβατον ῥῆμα Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάβατος, -ον) μεταβαίνω
1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπου
αρχ.
1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον διασχίσει.