συνδιακομίζω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=transporter avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διακομίζω]]. | |btext=[[transporter avec]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διακομίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:55, 8 January 2023
English (LSJ)
fut. -κομιῶ, assist in bringing over, πλοῖον PHib. 1.54.31 (iii B.C.):—Pass., cross over together, Plb.3.43.4, Plu.Brut. 37.
German (Pape)
[Seite 1007] mit od. zugleich hindurch-, hinüberbringen, pass. hinüberfahren, z. B. über einen Fluß, Pol. 3, 43, 4.
French (Bailly abrégé)
transporter avec.
Étymologie: σύν, διακομίζω.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιακομίζω: διακομίζω, διαβιβάζω διὰ μέσου τινὸς ἢ ἀπέναντι ὁμοῦ. ― Παθητ., διαβαίνω ὁμοῦ, Πολύβ. 3. 43, 4, Πλουτ. Βροῦτ. 37.
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω κάτι από κοινού με άλλον
2. παθ. συνδιακομίζομαι
διέρχομαι μια περιοχή μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διακομίζω «μεταφέρω, διαβαίνω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διακομίζω, alleen pass. helemaal mee oversteken.