ἀνελέγχω: Difference between revisions
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=accuser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἐλέγχω]]. | |btext=[[accuser]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἐλέγχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:00, 8 January 2023
English (LSJ)
convince, convict utterly, E.Ion1470.
German (Pape)
[Seite 221] von neuem erforschen, Eur. Ion. 1470.
French (Bailly abrégé)
accuser.
Étymologie: ἀνά, ἐλέγχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνελέγχω: вновь уличать, обвинять Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελέγχω: μέλλ. -έγξω, ἐξελέγχω, παθ. ἐξελέγχομαι, φανερώνομαι ὡς πράξας ἄτοπόν τι, οἷον οἷον ἀνελέγχομαι Εὐρ. Ἴων. 1470.
Greek Monolingual
ἀνελέγχω (Α)
1. εξετάζω, εξελέγχω
2. αποκαλύπτω κάποιο σφάλμα, αποδεικνύω ότι έγινε κάτι άτοπο.
Greek Monotonic
ἀνελέγχω: μέλ. -έγξω, πείθω ή καταδιώκω εντελώς, σε Ευρ.