κνημιδοφόρος: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte des jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[κνημίς]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui porte des jambarts]].<br />'''Étymologie:''' [[κνημίς]], [[φέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:40, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, wearing greaves, Hdt.7.92:—also κνημ-ῑδωτός, ή, όν, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1460] Beinschienen tragend, Her. 7, 92.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des jambarts.
Étymologie: κνημίς, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνημιδοφόρος -ον [κνημίς, φέρω] scheenplaten dragend.
Russian (Dvoretsky)
κνημῑδοφόρος: имеющий на голенях кнемиды, носящий поножи (Λύκιοι Her.).
Greek Monolingual
-ο (Α κνημιδοφόρος, -ον)
αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς-, -ῖδος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κνημῑδοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κνημῑδοφόρος: -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.