κλῖτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους (τό) :<br />colline.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]].
|btext=ους (τό) :<br />[[colline]].<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κλιτός]], -ή, -όν) [[κλίνω]]<br /><b>γραμμ.</b> (για [[μέρος]] του λόγου) [[εκείνος]] που κλίνεται («η [[αντωνυμία]] ανήκει στα κλιτά μέρη του λόγου, ενώ το [[επίρρημα]] στα άκλιτα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηφής]], στενοχωρημένος, [[θλιμμένος]] («έχει το [[πρόσωπο]] κλιτό, τ' αμμάτια θαμπωμένα, Ερωφ.)<br /><b>2.</b> [[ταπεινός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κλιτές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> οι γλώσσες στις οποίες οι γραμματικές σχέσεις δηλώνονται με [[κλίση]], [[δηλαδή]] με καταλήξεις τών λέξεων και όχι με τη συνταγματική [[θέση]] τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> σκυμμένος, [[γερτός]] («κλιτή, ως μού 'ναι μπορετό, στα πόδια τσ' αφεντιάς σου [[πέφτω]]», Ερωφ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλιτό</i>(<i>ν</i>)<br />(βυζ. μουσ.) μια από τις [[τρεις]] χρόες, που λειτουργεί ως [[σημείο]] μετατροπίας<br /><b>μσν.</b><br />[[απλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηφορικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλιτά</i> (Μ κλιτά)<br /><b>1.</b> γερτά, σκυφτά<br /><b>2.</b> ταπεινά.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κλιτός]], -ή, -όν) [[κλίνω]]<br /><b>γραμμ.</b> (για [[μέρος]] του λόγου) [[εκείνος]] που κλίνεται («η [[αντωνυμία]] ανήκει στα κλιτά μέρη του λόγου, ενώ το [[επίρρημα]] στα άκλιτα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηφής]], στενοχωρημένος, [[θλιμμένος]] («έχει το [[πρόσωπο]] κλιτό, τ' αμμάτια θαμπωμένα, Ερωφ.)<br /><b>2.</b> [[ταπεινός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κλιτές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> οι γλώσσες στις οποίες οι γραμματικές σχέσεις δηλώνονται με [[κλίση]], [[δηλαδή]] με καταλήξεις τών λέξεων και όχι με τη συνταγματική [[θέση]] τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> σκυμμένος, [[γερτός]] («κλιτή, ως μού 'ναι μπορετό, στα πόδια τσ' αφεντιάς σου [[πέφτω]]», Ερωφ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλιτό</i>(<i>ν</i>)<br />(βυζ. μουσ.) μια από τις [[τρεις]] χρόες, που λειτουργεί ως [[σημείο]] μετατροπίας<br /><b>μσν.</b><br />[[απλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηφορικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλιτά</i> (Μ κλιτά)<br /><b>1.</b> γερτά, σκυφτά<br /><b>2.</b> ταπεινά.
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῖτος Medium diacritics: κλῖτος Low diacritics: κλίτος Capitals: ΚΛΙΤΟΣ
Transliteration A: klîtos Transliteration B: klitos Transliteration C: klitos Beta Code: kli=tos

English (LSJ)

εος, τό, v. κλεῖτος (B). κλῑτύς, v. κλειτύς.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
colline.
Étymologie: κλίνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κλιτός, -ή, -όν) κλίνω
γραμμ. (για μέρος του λόγου) εκείνος που κλίνεται («η αντωνυμία ανήκει στα κλιτά μέρη του λόγου, ενώ το επίρρημα στα άκλιτα»)
νεοελλ.
1. κατηφής, στενοχωρημένος, θλιμμένος («έχει το πρόσωπο κλιτό, τ' αμμάτια θαμπωμένα, Ερωφ.)
2. ταπεινός
3. φρ. «κλιτές γλώσσες»
γλωσσ. οι γλώσσες στις οποίες οι γραμματικές σχέσεις δηλώνονται με κλίση, δηλαδή με καταλήξεις τών λέξεων και όχι με τη συνταγματική θέση τους
νεοελλ.-μσν.
1. σκυμμένος, γερτός («κλιτή, ως μού 'ναι μπορετό, στα πόδια τσ' αφεντιάς σου πέφτω», Ερωφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κλιτό(ν)
(βυζ. μουσ.) μια από τις τρεις χρόες, που λειτουργεί ως σημείο μετατροπίας
μσν.
απλωτός
αρχ.
κατηφορικός.
επίρρ...
κλιτά (Μ κλιτά)
1. γερτά, σκυφτά
2. ταπεινά.