κλῖτος
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
εος, τό, v. κλεῖτος (B). κλῑτύς, v. κλειτύς.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
colline.
Étymologie: κλίνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κλιτός, -ή, -όν) κλίνω
γραμμ. (για μέρος του λόγου) εκείνος που κλίνεται («η αντωνυμία ανήκει στα κλιτά μέρη του λόγου, ενώ το επίρρημα στα άκλιτα»)
νεοελλ.
1. κατηφής, στενοχωρημένος, θλιμμένος («έχει το πρόσωπο κλιτό, τ' αμμάτια θαμπωμένα, Ερωφ.)
2. ταπεινός
3. φρ. «κλιτές γλώσσες»
γλωσσ. οι γλώσσες στις οποίες οι γραμματικές σχέσεις δηλώνονται με κλίση, δηλαδή με καταλήξεις τών λέξεων και όχι με τη συνταγματική θέση τους
νεοελλ.-μσν.
1. σκυμμένος, γερτός («κλιτή, ως μού 'ναι μπορετό, στα πόδια τσ' αφεντιάς σου πέφτω», Ερωφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κλιτό(ν)
(βυζ. μουσ.) μια από τις τρεις χρόες, που λειτουργεί ως σημείο μετατροπίας
μσν.
απλωτός
αρχ.
κατηφορικός.
επίρρ...
κλιτά (Μ κλιτά)
1. γερτά, σκυφτά
2. ταπεινά.