λιθόδμητος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />construit en pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], δμητός. | |btext=ος, ον :<br />[[construit en pierres]].<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], δμητός. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, stone-built, AP9.570 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 45] von Steinen gebaut, μονόκλινον, Philodem. 32 (IX, 570).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
construit en pierres.
Étymologie: λίθος, δμητός.
Russian (Dvoretsky)
λῐθόδμητος: сделанный из камня (μονόκλινον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος διὰ λίθων, Ἀνθ. Π. 9. 570.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λιθόδμητος, -ον)
ο κτισμένος με λίθους, λιθόκτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. δορίδμητος, θεόδμητος].
Greek Monotonic
λῐθόδμητος: -ον, ο οικοδομημένος από πέτρες, λιθόκτιστος, σε Ανθ.
Middle Liddell
λῐθό-δμητος, ον
stone-built, Anth.