μειονεξία: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />infériorité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μειονεκτέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[infériorité]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[μειονεκτέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειονεξία Medium diacritics: μειονεξία Low diacritics: μειονεξία Capitals: ΜΕΙΟΝΕΞΙΑ
Transliteration A: meionexía Transliteration B: meionexia Transliteration C: meioneksia Beta Code: meioneci/a

English (LSJ)

ἡ, taking less than one's due, opp. πλεονεξία, X.Cyr.2.1.25, Hierax ap.Stob.3.9.54, Simp.in Cael.171.20.

German (Pape)

[Seite 116] ἡ, das Wenigerhaben, im Nachtheil Sein, Xen. Cyr. 2, 1, 25 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
infériorité.
Étymologie: cf. μειονεκτέω.

Russian (Dvoretsky)

μειονεξία: ἡ худшие условия, невыгодное положение: οὐκ ἐνῆν πρόφασις μειονεξίας Xen. не было повода ссылаться на худшие условия.

Greek (Liddell-Scott)

μειονεξία: ἡ, τὸ ἔχειν μεῖον, ὀλιγώτερον ἄλλου, ἀντίθετον τῷ πλεονεξία, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 25.

Greek Monolingual

η (Α μειονεξία) μειονέκτης
η κατάσταση του μειονεκτώ, το να μειονεκτεί κανείς έναντι άλλου.

Greek Monotonic

μειονεξία: ἡ, μειονέκτημα, σε Ξεν.

Middle Liddell

μειονεξία, ἡ,
disadvantage, Xen.