λεχαῖος: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />couché dans le nid.<br />'''Étymologie:''' [[λέχος]]. | |btext=α, ον :<br />[[couché dans le nid]].<br />'''Étymologie:''' [[λέχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 8 January 2023
English (LSJ)
α, ον, A (λέχος 1) of or for a couch, φυλλάς A.R.1.1182, cf. Theognost.Can.9. II (λέχος 4) in the nest, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων for her nestlings, A.Th.292 (Lachm., for λεχέων).
German (Pape)
[Seite 36] im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων πελειάς Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch φυλλάς, zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
couché dans le nid.
Étymologie: λέχος.
Russian (Dvoretsky)
λεχαῖος: находящийся в гнезде (τέκνα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λεχαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην ἢ ἀνάκλιντρον, φυλλὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1182, πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 30. ΙΙ. ὁ ἐντὸς ἢ ἐπὶ τῆς κλίνης, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων, τῶν ἐν τῇ καλιᾷ Αἰσχύλ. Θήβ. 292, κατὰ τὸν Lachm. (ἀντὶ λεχέων), ὅπως συμφωνήσῃ πρὸς τε τὸ μέτρον καὶ τὴν ἔννοιαν.
Greek Monolingual
λεχαῖος, -αία, -ον (Α) λέχος
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κλίνη
2. αυτός που βρίσκεται πάνω ή μέσα σε φωλιά («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
λεχαῖος: -α, -ον (λέχος), αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, τέκνα λεχαῖα, νεοσσοί, σε Αισχύλ.