Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παναληθής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait véridique.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἀληθής]].
|btext=ής, ές :<br />[[tout à fait véridique]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἀληθής]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰληθής Medium diacritics: παναληθής Low diacritics: παναληθής Capitals: ΠΑΝΑΛΗΘΗΣ
Transliteration A: panalēthḗs Transliteration B: panalēthēs Transliteration C: panalithis Beta Code: panalhqh/s

English (LSJ)

ές, A all true, π. κακόμαντις Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.). Adv. -θῶς Id.Supp.86 (lyr.). 2 of things, absolutely true or real, ἡδονή Pl.R.583b, cf. Iamb.Protr.4 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 456] ές, ganz wahr, wahrhaft; Aesch. Spt. 724; Plat. Rep. IX, 583 b; – adv., Aesch. Suppl. 85 u. in sp. Prosa.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait véridique.
Étymologie: πᾶν, ἀληθής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναληθής -ές [πᾶς, ἀληθής] van pers. geheel de waarheid sprekend. van zaken geheel waar, werkelijk.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνᾰληθής:
1 вполне правдивый, говорящий совершенную правду (κακόμαντις Aesch.);
2 истинный, подлинный, действительный (ἡδονή Plat.).

Greek Monolingual

παναληθής, -ές (ΑΜ)
1. αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός
2. πραγματικός («παναληθεῖ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.).
επίρρ...
παναληθῶς (Α)
αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀληθής.

Greek Monotonic

πᾰνᾰληθής: -ές,
1. όλος αληθινός, εντελώς αληθινός, λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰληθής: -ές, ὅλως ἀληθής, π. κακόμαντις, ὁ ἐντελῶς ἀληθεύων μάντις κακῶν, Αἰσχύλου Θήβ. 724· - Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 85. 2) ἐπὶ πραγμάτων παντελῶς ἀληθής, ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 583Β.

Middle Liddell

πᾰν-ᾰληθής, ές
1. all true, all too true, of a person, Aesch.
2. of things, absolutely true or real, Plat.