πεσσεία: Difference between revisions
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de jeu de trictrac.<br />'''Étymologie:''' [[πεσσεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[sorte de jeu de trictrac]].<br />'''Étymologie:''' [[πεσσεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:23, 8 January 2023
English (LSJ)
Att. πεττ-, ἡ, A game resembling draughts or backgammon, Socr. ap. Stob.4.56.39, S.Fr.1081, Pl.R.487c, Phdr.274d, al. II in Music, repetition of same note, Cleonid.Harm.14.
German (Pape)
[Seite 603] ἡ, att. πεττεία, das Spiel mit den Steinen πεσσοῖς, im Brette, Brettspiel; Soph. frg. 381 bei Poll. 7, 203; Plat. Polit. 299 e Rep. VI, 487 c u. öfter; καὶ κυβεία, Phaedr. 274 d. – Nach Hesych. in der Tonkunst ἡ ἐφ' ἑνὸς τόνου πολλάκις γιγνομένη πλῆξις.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sorte de jeu de trictrac.
Étymologie: πεσσεύω.
Russian (Dvoretsky)
πεσσεία: атт. πεττεία ἡ игра в шашки Plat., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
πεσσεία: Ἀττικ. πεττ-, ἡ, παιγνίδιον πεσσῶν, Λατ. duodecim scriptorum lusus, Σοφ. Ἀποσπ. 381, Πλάτ. Πολ. 487C, Φαῖδρ. 274D, κ. ἀλλ.· ἴδε ἐν λέξ. πεσσός.
Greek Monolingual
αττ. τ. πεττεία, ἡ, Α πεσσεύω
1. το παιχνίδι με πεσσούς που παιζόταν από δύο παίκτες, πάνω σε τετράγωνο άβακα, κάτι σαν τα σημερινά παιχνίδια σκάκι, ντάμα, τριόδα κ.ά.
2. μουσ. η επανάληψη του ίδιου φθόγγου.
Greek Monotonic
πεσσεία: Αττ. πεττ-, ἡ, επιτραπέζιο παιχνίδι με πούλια, σε Πλάτ.