παλινδρομικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a tendance à revenir en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[παλίνδρομος]].
|btext=ή, όν :<br />[[qui a tendance à revenir en arrière]].<br />'''Étymologie:''' [[παλίνδρομος]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινδρομικός Medium diacritics: παλινδρομικός Low diacritics: παλινδρομικός Capitals: ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: palindromikós Transliteration B: palindromikos Transliteration C: palindromikos Beta Code: palindromiko/s

English (LSJ)

ή, όν, recurring, of the tide, κίνησις Str.1.3.8.

German (Pape)

[Seite 450] ή, όν, wieder zurücklaufend, κίνησις, Strab. I., 53.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a tendance à revenir en arrière.
Étymologie: παλίνδρομος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινδρομικός: -ή, -όν, ὁ πάλιν εἰς τὰ ὀπίσω τρέχων, ἐπὶ τῆς παλιρροίας, κίνησις Στράβ. 53.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α παλινδρομικός, -ή, -όν) παλίνδρομος
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
2. φρ. «παλινδρομική κίνηση»
(φυσ.-τεχνολ.) ευθύγραμμη κίνηση ενός υλικού σημείου ή σώματος που γίνεται και επαναλαμβάνεται διαδοχικά προς δύο αντίθετες διευθύνσεις, όπως είναι λ.χ. η κίνηση του εμβόλου μιας μηχανής
αρχ.
(σχετικά με τη θάλασσα κατά την παλίρροια) αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω.
επίρρ...
παλινδρομικώς και -ά
προς τα εμπρός και πίσω διαδοχικά.

Greek Monotonic

πᾰλινδρομικός: -ή, -όν, αυτός που έχει κατεύθυνση προς τα πίσω, λέγεται για την παλίρροια, σε Στράβ.

Middle Liddell

πᾰλινδρομικός, ή, όν
recurring, of the tide, Strab.