χειροπληθής: Difference between revisions
σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />assez gros pour remplir la main.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[πλῆθος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[assez gros pour remplir la main]].<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[πλῆθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:05, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, filling the hand, as large as can be held in the hand, λίθοι X.An.3.3.17; κορύνη Theoc. 25.63; ἀγκάλισμα Luc.Am.14; χ. μέγεθος handful, Thphr.HP4.2.7; so χ. δέσμη Dsc.1.8, etc.; neut., ἀλφίτων χειροπληθές Gp.14.17.2. Adv. -θῶς by handfuls, Sch.Luc.Tim.20.
German (Pape)
[Seite 1346] ές, die Hände füllend, λίθος Xen. An. 3, 3,17, κορύνη Theocr. 25, 63, so groß man es mit der Hand fassen kann, Theophr. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
assez gros pour remplir la main.
Étymologie: χείρ, πλῆθος.
Russian (Dvoretsky)
χειροπληθής: (легко) охватываемый ладонью, умещающийся в руке (λίθος Xen.; κορύνη Theocr.): ἀγκάλισμα χειροπληθές Luc. - см. ἀγκάλισμα.
Greek (Liddell-Scott)
χειροπληθής: -ές, ὁ πληρῶν τὴν χεῖρα, τόσον μέγας ὅσον δύναται νὰ περιλάβῃ ἢ κρατήσῃ ἡ χείρ, χειροπληθέσι τοῖς λίθοις σφενδονᾶν Ξεν. Ἀν. 3. 3, 17· κορύθη Θεόκρ. 25. 63· ἀγκάλισμα χειροπληθὲς Λουκ. Ἔρωτ. 14· - παρὰ τοῖς ἰατρ. συγγραφ., χ. δέσμη, δέσμη πληροῦσα τὴν χεῖρα, Διοσκ. 1.7, κλπ.· οὕτως οὐδ., ἀλφίτων χειροπληθὲς Γεωπ. 14.17, 2. - Ἐπίρρ. -θῶς, Σχόλ. εἰς Λουκ. Τίμ. 20.
Greek Monolingual
και χεροπληθής, -ές, ΜΑ
μσν.
φρ. «ἀλφίτων χειροπληθές» — μια χούφτα αλεύρι
αρχ.
τόσο μεγάλος ώστε να γεμίζει την παλάμη κάποιου, να μπορεί κανείς να τον κρατήσει στην παλάμη του (α. «χειροπληθεῖς λίθοι», Ξεν.
β. «χειροπληθής κορύνη», Θεόκρ.
γ. «χειροπληθὲς μέγεθος», Θεοφρ.).
επίρρ...
χειροπληθῶς Α
τόσο όσο μπορεί να χωρέσει στην παλάμη του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. κοσμο-πληθής].
Greek Monotonic
χειροπληθής: -ές (πλῆθος), αυτός που γεμίζει τα χέρια, λίθος, σε Ξεν.· κορύνη, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
χειρο-πληθής, ές πλῆθος
filling the hand, as large as can be held in the hand, λίθος Xen.; κορύνη Theocr.