ῥοδῆ: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />buisson de roses.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />][[buisson de roses]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:00, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, contr. for ῥοδέη = ῥοδέα, rose-bush, Archil.29, Asclep.Myrl. ap. Ath.2.50e, Pamphil.ib. 52f; Ion. ῥοδέη A.R.3.1020 (but v. ῥόδον init.).
German (Pape)
[Seite 846] ἡ, zsgz. = ῥοδέα, Rosenstrauch, Archil. frg. 7 bei Ath. II, 32 f.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
]buisson de roses.
Étymologie: ῥόδον.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδῆ: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ῥοδέα, «τριανταφυλλιά», Ἀρχίλ. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 4· Ἰωνικ. ῥοδέη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1020. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 570.
Greek Monolingual
η / ῥοδῆ, ΝΜΑ, και ροδέα, Ν, και ιων. τ. ῥοδέη Α γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ροδίδες της τάξης ροδώδη, αλλ. ρόζα, κοινώς γνωστό σήμερα ως τριανταφυλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -έα / -έη / -ῆ (πρβλ. μηλ-ῆ / -έα, συκ-ῆ / -έα)].
Greek Monotonic
ῥοδῆ: ἡ, συνηρ. αντί ῥοδέη= ῥοδέα, τριανταφυλλιά, σε Αρχίλ.