ὠνητής: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />][[acheteur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητής Medium diacritics: ὠνητής Low diacritics: ωνητής Capitals: ΩΝΗΤΗΣ
Transliteration A: ōnētḗs Transliteration B: ōnētēs Transliteration C: onitis Beta Code: w)nhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A buyer, purchaser, X.Oec. 2.3, Thphr.Char.12.8, Is.Fr.173, Plu.Cat.Mi.36, etc.; τινος of something, Pl.Erx.394e, Aeschin.1.108, Plu.Ages.9; ὠνητὴν λαβεῖν to find a purchaser, Antiph.161.7. 2 contractor, IG22.1596.3; lessee of mines, ib.1587.4, al.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
]acheteur.
Étymologie: ὠνέομαι.

German (Pape)

ὁ, Käufer, Pächter; Plat. Eryx. 394e; Aesch. 1.108; Plut. Ages. 9.

Russian (Dvoretsky)

ὠνητής: οῦ ὁ покупатель, покупщик Xen., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, ἀγοραστής, Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, μισθωτής, πακτωτής, ἐργολάβος, Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, αὐτόθι 162, κατὰ τὸν Böckh.

Greek Monolingual

-οῦ, και δωρ. τ, ὠνατάς, -ᾱ, ὁ, Α ὠνοῦμαι
1. αγοραστής
2. πρόσωπο που, μετά από σύναψη συμβολαίου, αναλάμβανε τη μίσθωση δημόσιων προσόδων
3. (ειδικότερα) μισθωτής μεταλλείων.

Greek Monotonic

ὠνητής: -οῦ, ὁ, αγοραστής, αυτός που αποκτά κάτι, σε Ξεν., Αισχίν.

Middle Liddell

ὠνητής, οῦ, ὁ,
a buyer, purchaser, Xen., Aeschin.

English (Woodhouse)

buyer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)