ἅλιμος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />][[de mer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹.
|btext=ος, ον :<br />[[de mer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅλῐμος''': -ον, (ἅλς) ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, [[θαλάσσιος]], Λατ. [[marinus]], Ἡσύχ. «ἅλιμα, θαλάσσια», γῆ ἁλμυρὰ παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 6). ΙΙ. ὡς ουσιαστ., ἅλιμον, τὸ, [[θάμνος]] φυόμενος παρὰ τὴν θάλασσαν, «ἁρμυρήθρα» Ἀντιφ. ἐν «Μνήμασι» 1. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 16, 5· παρὰ Διοσκ. ἀρσ. ὁ [[ἅλιμος]], «[[θάμνος]] ἐστὶ [[φραγμίτης]], [[ὑπόλευκος]], οὐκ ἔχων ἀκάνθας, φύλλα δὲ ἐλαίᾳ παραπλήσια, πλατύτερα μέντοι καὶ ἁπαλώτερα· φύεται ἐν παραθαλασσίοις καὶ φραγμοῖς» 1.120.
|lstext='''ἅλῐμος''': -ον, (ἅλς) ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, [[θαλάσσιος]], Λατ. [[marinus]], Ἡσύχ. «ἅλιμα, θαλάσσια», γῆ ἁλμυρὰ παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 6). ΙΙ. ὡς ουσιαστ., ἅλιμον, τὸ, [[θάμνος]] φυόμενος παρὰ τὴν θάλασσαν, «ἁρμυρήθρα» Ἀντιφ. ἐν «Μνήμασι» 1. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 16, 5· παρὰ Διοσκ. ἀρσ. ὁ [[ἅλιμος]], «[[θάμνος]] ἐστὶ [[φραγμίτης]], [[ὑπόλευκος]], οὐκ ἔχων ἀκάνθας, φύλλα δὲ ἐλαίᾳ παραπλήσια, πλατύτερα μέντοι καὶ ἁπαλώτερα· φύεται ἐν παραθαλασσίοις καὶ φραγμοῖς» 1.120.
}}
}}

Revision as of 17:09, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλῐμος Medium diacritics: ἅλιμος Low diacritics: άλιμος Capitals: ΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: hálimos Transliteration B: halimos Transliteration C: alimos Beta Code: a(/limos

English (LSJ)

ον, (ἅλς) A of the sea or belonging to the sea, ὄτοβος Trag.Adesp.247; τὰ ἅλιμα = seaside, LXX Je.17.6. II as substantive, ἅλιμον, τό, tree purslane, Atriplex halimus, Antiph.160, Thphr.HP4.16.5, Dsc.1.91 (ἅλιμος, , Ps.-Dsc.ibid.). (sometimes written ἄλιμον, cf. AB376.)

Spanish (DGE)

(ἅλῐμος) -ον
• Alolema(s): ἄλιμον Gal.11.821
• Grafía: prob. graf. ἀλίμων por ἅλιμον Lex.Seg.19.16
• Prosodia: [ᾰ]
I marítimo ὄτοβος Trag.Adesp.247.
II subst. τὸ ἅλιμον
1 τὰ ἅλιμα lugares costeros e.e. lugares salobres κατασκηνώσει ἐν ἁλίμοις καὶ ἐν ἐρήμῳ LXX Ie.17.6.
2 bot. orzaga, osagra, salado, Atriplex halimus L., Antiph.158, Thphr.HP 4.16.5, LXX Ib.30.4, Dsc.1.91, Gal.l.c., Hsch., Lex.Seg.l.c., AB 376.23.

German (Pape)

[Seite 96] ον, salzig, Antiphan. Ath. IV, 161 a; ὁ ἅλ., auch τὸ ἅλιμον, eine Art strauchartiger Spinat, Theophr. (atriplex halimus).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mer.
Étymologie: ἅλς¹.

Greek (Liddell-Scott)

ἅλῐμος: -ον, (ἅλς) ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, θαλάσσιος, Λατ. marinus, Ἡσύχ. «ἅλιμα, θαλάσσια», γῆ ἁλμυρὰ παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 6). ΙΙ. ὡς ουσιαστ., ἅλιμον, τὸ, θάμνος φυόμενος παρὰ τὴν θάλασσαν, «ἁρμυρήθρα» Ἀντιφ. ἐν «Μνήμασι» 1. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 16, 5· παρὰ Διοσκ. ἀρσ. ὁ ἅλιμος, «θάμνος ἐστὶ φραγμίτης, ὑπόλευκος, οὐκ ἔχων ἀκάνθας, φύλλα δὲ ἐλαίᾳ παραπλήσια, πλατύτερα μέντοι καὶ ἁπαλώτερα· φύεται ἐν παραθαλασσίοις καὶ φραγμοῖς» 1.120.