γλύφανος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />ciseau, burin.<br />'''Étymologie:''' [[γλύφω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[ciseau]], [[burin]].<br />'''Étymologie:''' [[γλύφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:50, 8 January 2023
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, (γλύφω) tool for carving, knife, chisel, h.Merc.41, Theoc.1.28; γ. καλάμου pen-knife, AP6.63 (Damoch.).
Spanish (DGE)
(γλύφᾰνος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
cincel, buril, h.Merc.41, Theoc.1.28, EM 235.15G.
•cortaplumas γ. καλάμου AP 6.63 (Damoch.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ciseau, burin.
Étymologie: γλύφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλύφανος -ου, ὁ γλύφω beitel, graveerstift.
Russian (Dvoretsky)
γλύφᾰνος: ὁ или γλύφᾰνον (ῠ) τό HH, Theocr. = γλυπτήρ: γ. καλάμου Anth. перочинный нож.
Greek (Liddell-Scott)
γλύφᾰνος: ὁ, (γλύφω) ἐργαλεῖον γλυφῆς, σμίλη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 41, Θεόκρ. 1. 28· γλ. καλάμου, κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 63.
Greek Monotonic
γλύφᾰνος: [ῠ], ὁ (γλύφω), εργαλείο γλυπτικής, μαχαίρι, σμίλη, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.· γλύφανος καλάμου, κονδυλομάχαιρο, σε Ανθ.
Middle Liddell
γλύφω
a tool for carving, knife, chisel, Hhymn., Theocr.; γλ. καλάμου a pen-knife, Anth.