δυσδιαίτητος: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à trancher, à décider.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[διαιτάω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[difficile à trancher]], [[à décider]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[διαιτάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de decidir, de resolver τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.Comp.Cim.Luc.3, σκέψις Plu.Cor.35, λόγος Porph.Abst.2.1.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trancher, à décider.
Étymologie: δυσ-, διαιτάω.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιαίτητος: трудно разрешимый, трудный (κρίσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.
Greek Monolingual
δυσδιαίτητος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς.
Greek Monotonic
δυσδιαίτητος: -ον (διαιτάω), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-διαίτητος, ον διαιτάω
hard to decide, Plut.