θάρσυνος: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />plein de confiance en, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[θάρσος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[plein de confiance en]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[θάρσος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:00, 8 January 2023
English (LSJ)
ον,= θαρσαλέος, Il.16.70: c. dat., relying on a thing, οἰωνῷ 13.823.
German (Pape)
[Seite 1187] poet. = θαρσαλέος, Il. 16, 70, οἰωνῷ, sich darauf verlassend, 13, 823.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plein de confiance en, τινι.
Étymologie: θάρσος.
Russian (Dvoretsky)
θάρσῠνος:
1 проникнутый уверенностью, доверяющий, твердо верящий (οἰωνῷ Hom.);
2 самоуверенный или легковерный, по друг. отважный или дерзкий (Τρώων πόλις Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, Ἰλ. Π. 70· μετὰ δοτ., ἔχων πεποίθησιν εἴς τι, πεποιθώς, οἰωνῷ Ν. 823.
English (Autenrieth)
confident, relying upon (τινί), Il. 13.823.
Greek Monolingual
θάρσυνος, -ον (Α)
1. θαρραλέος («Τρώων δέ πόλις ἐπί πᾶσα βέβηκε θάρσυνος», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ.) αυτός που έχει πεποίθηση, που έχει εμπιστοσύνη σε κάτι («ἴαχε λαός Ἀχαιῶν θάρσυνος οίωνῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαρσύνω, υποχωρητ.].
Greek Monotonic
θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω πίστη, εμπιστοσύνη σε κάτι, στο ίδ.
Middle Liddell
θάρσῠνος, ον = θαρσαλέος, Il.]
c. dat. relying on a thing, Il.