ὀλιγόπιστος: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a peu de foi, de peu de foi.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[πίστις]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui a peu de foi]], [[de peu de foi]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[πίστις]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, of little faith, Ev.Matt.8.26, al., Sext.Sent. 6.
German (Pape)
[Seite 321] mit wenigem Glauben, kleingläubig, Matth. 6, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a peu de foi, de peu de foi.
Étymologie: ὀλίγος, πίστις.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγόπιστος: маловерный NT.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόπιστος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγην πίστιν, Εὐάγγ. κ. Ματθ. η΄, 26, κτλ.
English (Strong)
from ὀλίγος and πίστις; incredulous, i.e. lacking confidence (in Christ): of little faith.
English (Thayer)
ὀλιγοπιστου, ὁ, ἡ (ὀλίγος and πίστις), of little faith, trusting too little: Luke 12:28. (Not found in secular authors)
Greek Monolingual
και λιγόπιστος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, -ον)
αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστη
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πιστός].
Greek Monotonic
ὀλιγόπιστος: -ον, αυτός που διαθέτει λίγη πίστη, λιγόπιστος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὀλῐγό-πιστος, ον,
of little faith, NTest.
Chinese
原文音譯:ÑligÒpistoj 哦利哥-披士拖士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:少許-相信(著)
字義溯源:不肯信的,小信,小信的人,缺乏信賴;由(ὀλίγος)*=細微的)與(πίστις)=信)組成;其中 (πίστις)出自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)
出現次數:總共(6);太(5);路(1)
譯字彙編:
1) 你們小信的人哪(2) 太6:30; 路12:28;
2) 小信的人哪(2) 太8:26; 太14:31;
3) 小信(1) 太17:20;
4) 你們小信的人(1) 太16:8