ἰξώδης: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />gluant, visqueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />[[gluant]], [[visqueux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:21, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, like birdlime, sticky, clammy, Hp.Ulc.12, Luc.Tim.29.
German (Pape)
[Seite 1255] ες, kleberig, zäh, wie Vogelleim; Hippocr.; Theophr.; ἡ πενία ἰξ. καὶ εὐλαβής, anklebend, Luc. Tim. 29.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
gluant, visqueux.
Étymologie: ἰξός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἰξώδης: досл. клейкий, липкий как птичий клей, перен. крепко льнущий, неотвязный (πενία Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἰξῷ, κολλώδης, Ἱππ. 876C, κτλ.· ― μεταφ., φιλάργυρος, φειδωλός, Λουκ. Τίμ. 29· πρβλ. γλοιός.
Greek Monolingual
-ες (Α ἰξώδης, -ῶδες) ιξός
αυτός που μοιάζει με ιξό, ο κολλώδης
νεοελλ.
φυσ. το ουδ. ως ουσ. το ιξώδες
η εσωτερική τριβή, η οποία αποτελεί βασικότατη ιδιότητα τών υγρών
αρχ.
μτφ. φιλάργυρος, φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. βορβορώδης, ελλεβορώδης). Η λ. ως επιστημονικός όρος αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. viscosite < λατ. viscositas < viscosus «γλοιώδης, κολλώδης» (< viscum «ιξός»)].