πιθηκισμός: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />singerie, cajolerie, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[πίθηκος]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[singerie]], [[cajolerie]], [[ruse]].<br />'''Étymologie:''' [[πίθηκος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ, playing the ape, playing monkey-tricks, Ar.Eq.887, M.Ant.9.37.
German (Pape)
[Seite 613] ὁ, äffisches, affenhaftes Betragen, z. B. des Schmeichlers, Ar. Equ. 884 u. Sp., wie M. Ant. 9, 37, in B. A. 60 πανουργία erklärt.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
singerie, cajolerie, ruse.
Étymologie: πίθηκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιθηκισμός -οῦ, ὁ [πιθηκίζω] apenstreek.
Russian (Dvoretsky)
πῐθηκισμός: ὁ обезьяньи штучки, лукавство Arph.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ πιθηκίζω
η πράξη του πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων του πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις», Αριστοφ.)
μσν.
(για βάπτισμα έξω της Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση του χριστιανικού βαπτίσματος.
Greek Monotonic
πῐθηκισμός: ὁ, αναπαράσταση του πιθήκου, μίμηση των τρόπων του πιθήκου, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθηκισμός: ὁ, τὸ πιθηκίζεσθαι, μιμεῖσθαι τοὺς τρόπους τοῦ πιθήκου, ὡς ποιοῦσιν οἱ κόλακες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 887, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 37.
Middle Liddell
πῐθηκισμός, οῦ, ὁ,
a playing the ape, playing monkey's tricks, Ar. [from πῐ́θηκος]