κατακαίνω: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "shd. " to "should ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[κατέκανον]], <i>inf. dor.</i> [[κακκανῆν]] <i>p.</i> κατακανεῖν, <i>part. pf. pl.</i> [[κατακεκανότες]];<br />tuer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καίνω]].
|btext=<i>ao.2</i> [[κατέκανον]], <i>inf. dor.</i> [[κακκανῆν]] <i>p.</i> κατακανεῖν, <i>part. pf. pl.</i> [[κατακεκανότες]];<br />[[tuer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καίνω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:40, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαίνω Medium diacritics: κατακαίνω Low diacritics: κατακαίνω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΙΝΩ
Transliteration A: katakaínō Transliteration B: katakainō Transliteration C: katakaino Beta Code: katakai/nw

English (LSJ)

= κατακτείνω, kill, in early writers in aor. 2 κατέκανον, X.Cyr.4.6.5 (v.l. -καίνων), An.3.2.12; 3sg. subj. κατακάνῃ Anon. inPSI9.1091.4; κατέκανον (for -έκτανον) is required by the metre in S.Ant.1340: pf. part. -κεκονότες (cf. καίνω) should be read in X.An. 7.6.36: pres. in later Prose, Parth.7.2, Arr.Ind.11.10, App.Pun.1, Eun.Hist.p.212D.; Hsch. has κατακαινιῶ· ἀποκτενῶ (fort. leg. κατακενίω, Dor. fut.).

German (Pape)

[Seite 1351] = κατακτείνω; Sp., wie Parthen. 7 App. Hisp. 35; bei Soph. Ant. 1321 ist κατέκανον emend. für κατέκτανον des Metrums wegen; dieser aor. steht auch bei Xen. einigemal, gewöhnlich mit der v.l. κατέκτανον, s. κατακτείνω; κατακάνοιεν An. 3, 2, 12, κατακανών Cyr. 4, 6, 5; κατακεκανότες bessere Lesart für κατακανόντες An. 7, 6, 36.

French (Bailly abrégé)

ao.2 κατέκανον, inf. dor. κακκανῆν p. κατακανεῖν, part. pf. pl. κατακεκανότες;
tuer.
Étymologie: κατά, καίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-καίνω doden:. σέ τ’ οὐχ ἑκὼν κατέκανον ik heb jou niet uit vrije wil gedood Soph. Ant. 1340.

Russian (Dvoretsky)

κατακαίνω: (только aor. 2 κατέκᾰνον, inf. κατακανεῖν - дор. κακκανῆν, part. pf. pl. κατακεκονότες - v.l. κατακανόντες) Xen., Soph. = κατακτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακαίνω: κατακτείνω, «κατακαίνειν, ἀναιρεῖν, φονεύειν» Σουΐδ., εὔχρηστον μάλιστα ἐν τῷ ἀορ. β΄ κατέκανον (ὁ τετελ. μέλλ., ἄνδρα κατακεκονότες ἔσεσθε ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36), συχνὸν παρὰ Ξεν. καὶ μεταγενεστ., Λ. Δινδ. εἰς Ἀν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 1. 6, 2· κατέκανον (ἢ κατὰ Ἔρμαννον κάκτανον) ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Σοφ. Ἀντ. 1340· κατακανὼν Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 6, 5· ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρρ. ἐν Ἰνδ. 11. 10, Παρθεν. 7. 24, Διόδ. 1. 89. Πρβλ. καταξαίνω.

Greek Monolingual

κατακαίνω (Α)
κατακτείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + καίνω «φονεύω»].

Greek Monotonic

κατακαίνω: = κατακτείνω, μόνο σε αόρ. βʹ κατέκανον, σε Ξεν.