ἀνακηκίω: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "intr." to "intr.") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />jaillir, suinter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κηκίω]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br />[[jaillir]], [[suinter]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κηκίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:55, 9 January 2023
English (LSJ)
A spout up, gush forth, ἀνεκήκιεν αἷμα Il.7.262; ἀνακηκίει ἱδρώς 13.705; πέτρης from... A.R.3.227. 2 rare in Prose, bubble up, throb violently, Pl.Phdr.251b. II causal, make to spout out, freq. in later Ep., A.R.4.600, Nonn.D.12.359, Tryph.322. [ῐ Ep., cf. κηκίω.]
Spanish (DGE)
I intr.
1 brotar de líquidos αἷμα Il.7.262, ἱδρώς Il.13.705, ὕδωρ ... ἀνεκήκιε πέτρης A.R.3.227, πολιὴ δ' ἀνεκήκιεν ἅλμη Call.Fr.763, ἀφρὸς ἐρευθιόων πολιῆς ἀνεκήκιεν ἅλμης Nonn.D.39.248.
2 de otras cosas palpitar ζεῖ ... ὅλη καὶ ἀνακηκίει del alma cuando le salen las plumas, Pl.Phdr.251c.
II c. ac. hacer brotar ἡ (Ἀργώ) ... βαρὺν ἀνακηκίει ἀτμόν A.R.4.600, ὀπώρη λευκὸν ... ἀνεκήκιεν ἀφρὸν ἐέρσης Nonn.D.12.359, λιγνὺν ... ἕλιξ ἀνεκήκιε σειρή Triph.322.
German (Pape)
[Seite 191] hervordringen, -quellen, αἷμα, Il. 7, 262; ἱδρώς, ausbrechen, 13, 705. 23, 507, wie Plat. Phaedr. 151 b u. Hippocr. – Trans., hervorquellen lassen, ἀτμόν, aushauchen, Ap. Rh. 4, 600; Tryph. 322; Nonn.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
jaillir, suinter.
Étymologie: ἀνά, κηκίω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακηκίω: вытекать наружу, пробиваться, проступать (ἀνακηκίει ἱδρώς Hom.; ζεῖν καὶ ἀ. Plat.): ἀνακήκιεν αἷμα Hom. хлынула кровь.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακηκίω: ἀναφέρομαι, ἀναβλύζω, ἐκρέω, ἐξορμῶ, ἀνεκήκιεν αἷμα, «ἀνίει» (Σχολ.), Ἰλ. Η. 262· ἀνακηκίει ἱδρὼς Ν. 705· πέτρης = ἐκ πέτρης, Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 227. 2) σπάν. παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀναβράζω, καχλάζω, πάλλομαι μετὰ σφοδρότητος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, κάμνω τι νὰ ἀναβλύσῃ, νὰ ἐξορμήσῃ, συχνάκις παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὅρα Wellauer Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 600. [ῐ Ἐπ., πρβλ. κηκίω].
English (Autenrieth)
gush up or forth, of blood and sweat. (Il.)
Greek Monolingual
ἀνακηκίω (Α)
1. αναβλύζω, ξεπηδώ
2. κοχλάζω, αναβράζω
3. κάνω κάτι να αναβλύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κηκίω «αναβλύζω, κοχλάζω»].
Greek Monotonic
ἀνακηκίω: μόνο στον ενεστ. και παρατ. αναβλύζω, εξορμώ, ἀνακήκῐεν αἷμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
only in pres. and imperf.]
to spout up, gush forth, ἀνακήκιεν αἷμα Il.