κλαυθμυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=faire pleurer;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κλαυθμυρίζομαι]] pleurer.<br />'''Étymologie:''' [[κλαυθμός]].
|btext=[[faire pleurer]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κλαυθμυρίζομαι]] pleurer.<br />'''Étymologie:''' [[κλαυθμός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:07, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυθμῠρίζω Medium diacritics: κλαυθμυρίζω Low diacritics: κλαυθμυρίζω Capitals: ΚΛΑΥΘΜΥΡΙΖΩ
Transliteration A: klauthmyrízō Transliteration B: klauthmyrizō Transliteration C: klafthmyrizo Beta Code: klauqmuri/zw

English (LSJ)

A make to weep, τὰ παιδία Plu.2.9a; τοὺς οἰκέτας prob. in Ath.8.364a:— Pass., weep, Pl.Ax.366d, Conon 48.4, D.S.4.20, etc. II intr. in Act., Hp.Prog.24, Sor.1.88.

German (Pape)

[Seite 1446] zum Weinen bringen; ἐπειδὰν τὰ παιδία κλαυθμυρίσωσι Plut. ed. lib. 12; Liban.; vgl. κολαβρίζω; – häufiger im med., weinen, winseln, bes. von kleinen Kindern; Plat. Az. 358 d; D. Sic. 4, 20; Plut. sent. san. conv. 3; Luc. Tox. 61. Nach Phot. auch κλαυμυρίζομαι.

French (Bailly abrégé)

faire pleurer;
Moy. κλαυθμυρίζομαι pleurer.
Étymologie: κλαυθμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαυθμυρίζω [κλαυθμός] huilen ( m. n. van baby’s), ook med.

Russian (Dvoretsky)

κλαυθμῠρίζω:
1 заставлять плакать, доводить до слез (τὰ παιδία Plut.);
2 med. плакать Plat., Diod., Luc.

Greek Monolingual

κλαυθμυρίζω)
(για βρέφη) κλαίω συνεχώς και σιγανά, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («τοῖσι δὲ παιδίοισι σπασμοὶ γίνονται, ἤν... ἐκπλαγέωσι καὶ κλαυθμυρίζωσι», Ιπποκρ.)
αρχ.
1. κάνω κάποιον να κλαίει («μιμεῖσθαι τὰς τιτθάς, αἵτινες, ἐπειδὰν τὰ παιδία κλαυθμηρίσωσιν, εἰς παρηγορίαν τὸν μαστὸν ὑπέχουσι», Πλούτ.)
2. μέσ. κλαυθμυρίζομαι
κλαίω («τοῦ δὲ βρέφους κλαυθμυριζομένου», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + μύρομαι «ξεσπώ σε δάκρυα» κατά τα ρ. σε -ίζω].

Greek Monotonic

κλαυθμῠρίζω: μέλ. -σω, κάνω κάποιον να κλάψει — Παθ., κλαίω, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυθμῠρίζω: κάμνω τινὰ νὰ κλαύση, τὰ παιδία Πλούτ. 2. 9Α· τοὺς οἰκέτας Ἀθήν. 364Α (κατὰ Casaub.). ― Παθ., κλαίω, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D, Κόνων ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 141. 3, Διόδ. 4. 20, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Προγν. 46.

Middle Liddell

κλαυθμῠρίζω, fut. -σω
to make to weep:—Pass. to weep, Plat.