ἀρτίπους: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=artipous
|Transliteration C=artipous
|Beta Code=a)rti/pous
|Beta Code=a)rti/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος: Ep. nom. ἀρτίπος: <span class="sense"><span class="bld">I</span> (ἄρτιος, πούς) [[sound of foot]], <b class="b3">ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος</b>, opp. [[χωλός]], <span class="bibl">Od.8.31c</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.3.130</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>21.255c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[strong]] or [[swift of foot]], ἡ δ' Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος <span class="bibl">Il.9.505</span>; ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>795d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (ἄρτι, πούς) [[coming just in time]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>58</span>.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος: Ep. nom. [[ἀρτίπος]]:<br><span class="bld">I</span> ([[ἄρτιος]], [[πούς]]) [[sound of foot]], <b class="b3">ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος</b>, opp. [[χωλός]], Od.8.31c, cf. Hdt.3.130, Them.''Or.''21.255c.<br><span class="bld">2</span> generally, [[strong of foot]] or [[swift of foot]], ἡ δ' Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Il.9.505; ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.''Lg.''795d.<br><span class="bld">II</span> ([[ἄρτι]], [[πούς]]) [[coming just in time]], S.''Tr.''58.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 14:23, 4 February 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐπους Medium diacritics: ἀρτίπους Low diacritics: αρτίπους Capitals: ΑΡΤΙΠΟΥΣ
Transliteration A: artípous Transliteration B: artipous Transliteration C: artipous Beta Code: a)rti/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος: Ep. nom. ἀρτίπος:
I (ἄρτιος, πούς) sound of foot, ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος, opp. χωλός, Od.8.31c, cf. Hdt.3.130, Them.Or.21.255c.
2 generally, strong of foot or swift of foot, ἡ δ' Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Il.9.505; ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.Lg.795d.
II (ἄρτι, πούς) coming just in time, S.Tr.58.

Spanish (DGE)

-ποδος
• Alolema(s): ép. y epigr. -πος Il.9.505, Od.8.310, AP 5.287.4
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [ac. -πουν Hdt.3.130, -πον Nonn.D.5.142]
1 perfectamente conformado de pies, sano de pies op. a ‘cojo’ ὁ μὲν (Ares) κακός τε καὶ ἀ., αὐτὰρ ἐγώ γε (Hefesto) ἠπεδανὸς γενόμην Od.8.310, cf. Hdt.4.161, D.S.3.7, Them.Or.21.255c, Nonn.D.5.142, οὐδαμὰ ἔτι ἐλπίζοντα ἀρτίπουν ἔσεσθαι desesperando de volver a tener el pie sano Hdt.3.130
de un gallo, Ael.Fr.98
gener. sano, físicamente íntegro κούρη AP l.c., cf. 9.644.5 (Agath.).
2 presto, pronto de pies de Ate Il.l.c., αὐτὸς ἀ. θρῷσκε δόμους S.Tr.58, ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.Lg.795d, cf. Orác. en Plu.2.399b.

German (Pape)

[Seite 362] οδος, 1) von vollkommen gefunden Füßen, gut zu Fuß, dem χωλός entggstzt, Her. 4, 161; Plat. Legg. VII, 795 d; Luc. Tim. 25. – 2) eben angekommen, Soph. Tr. 58; oder flink, vgl. Il. 9, 505.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
1 aux jambes litt. aux pieds bien proportionnés;
2 agile;
3 nouvellement arrivé.
Étymologie: ἄρτι, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίπους: ποδος, эп. nom. ἀρτίπος adj.
1 крепкий ногами, имеющий здоровые ноги Hom., Her., Plut., Luc.;
2 быстроногий, проворный Hom., Plat.;
3 только что или как раз пришедший (ἀ. θρῴσκει δόμους Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. ποδος· Ἐπ. ὀνομ. ἀρτίπος. Ι. (ἄρτιος, ποὺς) ὁ «ἄρτιος τοῖς ποσί, ὑγιόπους» (Ἡσύχ.), ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος· ἀντιθέτως πρὸς τὸ χωλὸς (ὅπερ ἀπαντᾷ δύο στίχους ἀνωτέρω) Ὀδ. Θ. 310, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 130., 4. 161. 2) καθόλου, ἰσχυρός, ἢ ταχὺς τοὺς πόδας, ἡ δ’ Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Ἰλ. Ι. 505· ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Πλάτ. Νόμ. 795. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄρτι, ποὺς) = ὁ ἐν καιρῷ καταλλήλῳ ἐρχόμενος, ἀρτίπους θρῴσκει δόμους, «ἀρτίως καὶ ἡρμοσμένως τῷ καιρῷ πορεύεται» (Σχόλ.), Σοφ. Τραχ. 58.

Greek Monolingual

ἀρτίπους (-οδος), ο, η (Α)
1. αυτός που είναι υγιής στα πόδια
2. ο ισχυρός ή ο γρήγορος στα πόδια
3. αυτός που έρχεται σε κατάλληλη ώρα.

Greek Monotonic

ἀρτίπους: ὁ, ἡ, γεν. -ποδός· Επικ. ονομ. ἀρτίπος (ἄρτιος, πούς
I. ισχυρός στα πόδια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· γενικά, δυνατός ή ταχύς στα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (ἄρτι, πούς) αυτός που έρχεται τον κατάλληλο καιρό, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἄρτιος, πούς
I. sound of foot, Od., Hdt.:—generally, strong or swift of foot, Il.
II. (ἄρτι, πούς) coming just in time, Soph.