ὑπαγωγικός: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑπαγωγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[μήκος]], αυτός που έχει πλατειασμούς<br /><b>2.</b> [[ελκυστικός]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑπαγωγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[μήκος]], αυτός που έχει πλατειασμούς<br /><b>2.</b> [[ελκυστικός]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[persuasive]]=== | |||
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: [[persuasif]], [[convaincant]]; Galician: persuasivo, persuasor; German: [[überzeugend]], [[Überredungs-]]; Greek: [[πειστικός]]; Ancient Greek: [[ἀναπειστήριος]], [[εὐπειθής]], [[κωτίλος]], [[παραρρητός]], [[πειθός]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[πιθανός]], [[προσαγωγός]], [[προτρεπτικός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Latin: [[suasorius]]; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: [[persuasivo]], [[persuasível]], [[convincente]], [[persuasório]]; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: [[убедительный]]; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: [[persuasivo]], [[convincente]], [[persuasor]], [[persuasorio]]; Swedish: övertygande ( | |||
}} | }} |
Revision as of 13:37, 7 March 2023
English (LSJ)
ή, όν, A drawn slowly out, περίοδος, opp. στρογγύλη καὶ πυκνή, D.H. Dem.4. II attractive, persuasive, Id.Comp.4 (unless in sense 1: v.l. ἐπαγ-).
German (Pape)
[Seite 1180] ή, όν, in die Länge gezogen, zw., vgl. Schäf. D. H. de C. V. p. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ μικρὸν πλατυνόμενος, περίοδος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρογγύλη καὶ πυκνή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 4. ΙΙΙ. ἑλκυστικός, πειστικός, ὁ αὐτ. π. Συνθ. 4 (κοινῶς φέρεται ἐπαγ).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑπαγωγός
1. αυτός που εκτείνεται σε μήκος, αυτός που έχει πλατειασμούς
2. ελκυστικός.
Translations
persuasive
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἀναπειστήριος, εὐπειθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, πιθανός, προσαγωγός, προτρεπτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande (