magnificence: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "File:woodhouse_\d+\.jpg\|thumb" to "File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window") |
mNo edit summary |
||
Line 6: | Line 6: | ||
[[pomp]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σχῆμα]], τό, [[πρόσχημα]], τό, [[χλιδή]], ἡ ([[Plato]]), [[verse|V.]] [[ἀγλάϊσμα]], τό. | [[pomp]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σχῆμα]], τό, [[πρόσχημα]], τό, [[χλιδή]], ἡ ([[Plato]]), [[verse|V.]] [[ἀγλάϊσμα]], τό. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]], [[μεγαλοπρέπεια]]; Ancient Greek: [[ἀγλαΐα]], [[ἀγλαΐη]], [[διαπρέπεια]], [[δόξα]], [[δόξις]], [[λαμπρότης]], [[μεγαλειότης]], [[μεγαλοεργία]], [[μεγαλομοιρία]], [[μεγαλοπραγμοσύνη]], [[μεγαλοπρέπεια]], [[μεγαλοπρεπείη]], [[μεγαλοψυχία]], [[παράστασις]], [[περιφάνεια]], [[σεμνότης]], [[τὸ διαπρεπές]], [[τὸ σεμνόν]], [[ὑπερφύεια]], [[φιλοτίμημα]] Latin: [[magnificentia]]; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: [[magnificência]]; Spanish: [[magnificencia]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 25 March 2023
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. λαμπρότης, ἡ, P. and V. σεμνότης ἡ, τὸ σεμνόν.
pomp: P. and V. σχῆμα, τό, πρόσχημα, τό, χλιδή, ἡ (Plato), V. ἀγλάϊσμα, τό.
Translations
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, διαπρέπεια, δόξα, δόξις, λαμπρότης, μεγαλειότης, μεγαλοεργία, μεγαλομοιρία, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλοψυχία, παράστασις, περιφάνεια, σεμνότης, τὸ διαπρεπές, τὸ σεμνόν, ὑπερφύεια, φιλοτίμημα Latin: magnificentia; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: magnificência; Spanish: magnificencia