περιφάνεια
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
[φᾰ], ἡ,
A conspicuousness, being visible from all sides, πολλὴ περιφάνεια τῆς χώρης ἐστί = the country is thoroughly known, Hdt.4.24; τοσαύτη περιφάνεια τοῦ πράγματός ἐστι = so transparent is the case from every point of view D.45.2, cf. Is.7.28; διὰ τὴν περιφάνειαν τῶν ἀδικημάτων = so absolutely manifest were his wrongdoings D.29.1; ἐκ περιφανείας ὁρᾶσθαι = be viewed from all sides, be viewed on every side, D.H.Comp.22,23; celebrity, notoriety, fame, distinction, Jul.Or.3.108d.
II = ἐπιφάνεια ΙΙ, superficial appearance, splendor, splendour, magnificence Plu.2.674a.
German (Pape)
[Seite 598] ἡ, das helle, deutliche Erscheinen eines Gegenstandes, der von allen Seiten her im Lichte ist, Plut.; übertr., Deutlichkeit, bestimmte Kenntniß, χώρης, Her. 4, 24; τοσαύτη περιφάνεια τῆς ἐμῆς ποιήσεως ἐγένετο παρ' αὐτοῖς, Isae. 7, 28; ἀδικημάτων, Dem. 29, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 connaissance parfaite (d'un pays, d'une affaire);
2 apparence superficielle.
Étymologie: περιφανής.
Russian (Dvoretsky)
περιφάνεια: (φᾰ) ἡ
1 блеск, сверкание (sc. τοῦ χαλκοῦ Plut.);
2 ясное представление, хорошее знание (τῆς χώρης Her.; τοῦ πράγματος Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
περιφάνεια: [φᾰ], ἡ, τὸ πανταχόθεν φαίνεσθαι, σαφήνεια, μέχρι μέν νυν... τούτων πολὺ περιφάνεια τῆς χώρης ἐστί, ἡ χώρα εἶναι πολὺ γνωστή, Ἡρόδ. 4. 24· π. τοσαύτη τοῦ πράγματός ἐστι Δημ. 1102. 2, πρβλ. Ἰσαῖ. 66. 17· διὰ τὴν π. τῶν ἀδικημάτων Δημ. 844. 4· ἐκ π. ὁρᾶσθαι, ἐντελῶς, Διον. Ἁλ. π. Συντ. 22 ἐν ἀρχ., 23 ἐν ἀρχ. ΙΙ. = ἐπιφάνεια ΙΙ, τὸ ἐξωτερικῶς καὶ ἐξ ἐπιπολῆς φαινόμενον, Πλούτ. 2. 674Α· ἐπιφάνεια ἐξωτερική, Εὐστ. Πονημάτ. 97. 25.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ περιφανής
1. το να φαίνεται κάτι καθαρά από παντού, από όλες τις μεριές
2. αίγλη, επισημότητα (α. «πλοῦτον... περιφάνειαν βίου» β. «δυναστεία καὶ περιφάνεια», Μέγ. Βασ.)
αρχ.
1. σαφής, διαδεδομένη γνώση («πολλὴ περιφάνεια τῆς χώρης ἐστί» — η χώρα είναι πολύ γνωστή, Ηρόδ.)
2. κακή φήμη κάποιου
3. φρ. «ἐκ περιφανείας ὁράσθαι» — το να φαίνεται κάτι απ' όλες τις μεριές, το να είναι ολοφάνερο.
Greek Monotonic
περιφάνεια: [φᾰ], ἡ, δυνατότητα εμφάνισης από παντού, σαφήνεια, διασημότητα, πολλὴ περιφάνεια τῆς χώρης ἐστί, είναι παντού, είναι εντελώς γνωστό, σε Ηρόδ.· διὰ τὴν περιφάνειαν τῶν ἀδικημάτων, σε Δημ.
Middle Liddell
περιφᾰ́νεια, ἡ,
a being seen all round: conspicuousness, notoriety, πολλὴ π. τῆς χώρης ἐστί it is thoroughly known, Hdt.; διὰ τὴν π. τῶν ἀδικημάτων Dem. [from περιφᾰνής]
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό περιφανής (=φανερός) πού παράγεται ἀπό τό περιφαίνομαι → περί + φαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
magnificence
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, διαπρέπεια, δόξα, δόξις, λαμπρότης, μεγαλειότης, μεγαλοεργία, μεγαλομοιρία, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλοψυχία, παράστασις, περιφάνεια, σεμνότης, τὸ διαπρεπές, τὸ σεμνόν, ὑπερφύεια, φιλοτίμημα Latin: magnificentia; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: magnificência; Spanish: magnificencia