sufrimiento: Difference between revisions
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀγχόνη]], [[ἀθλιότης]], [[ἆθλος]], [[ἀκηχεδών]], [[ἀλγηδών]], [[ἄλγημα]], [[ἄλγος]], [[ἀνάτλημα]], [[ἀνία]], [[ἀπονία]], [[ἄση]], [[ἄχος]], [[βάσανος]], [[δειλία]], [[δηγμός]], [[δῆξις]], [[διαπόνημα]], [[διαπόνησις]], [[δύη]], [[δυσπάθεια]], [[δυσφορία]], [[ἐμπάθεια]], [[ἐνόχλησις]], [[κακά]], [[κακοπάθεια]], [[κακοπαθία]], [[κόπος]], [[λύπη]], [[μόχθος]], [[ὀδύνη]], [[ὄτλος]], [[πάθη]], [[πάθημα]], [[παθήματα]], [[πόνος]], [[τὰ ἔμπονα]] | |sltx=[[ἀγχόνη]], [[ἀθλιότης]], [[ἆθλος]], [[ἀκηχεδών]], [[ἀλγηδών]], [[ἄλγημα]], [[ἄλγος]], [[ἀνάτλημα]], [[ἀνία]], [[ἀπονία]], [[ἄση]], [[ἄχος]], [[βάσανος]], [[δειλία]], [[δηγμός]], [[δῆξις]], [[διαπόνημα]], [[διαπόνησις]], [[δύη]], [[δυσπάθεια]], [[δυσφορία]], [[δυσφορίη]], [[ἐμπάθεια]], [[ἐνόχλησις]], [[κακά]], [[κακοπάθεια]], [[κακοπαθία]], [[κόπος]], [[λύπη]], [[μόχθος]], [[ὀδύνη]], [[ὄτλος]], [[πάθη]], [[πάθημα]], [[παθήματα]], [[πόνος]], [[τὰ ἔμπονα]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:03, 11 April 2023
Spanish > Greek
ἀγχόνη, ἀθλιότης, ἆθλος, ἀκηχεδών, ἀλγηδών, ἄλγημα, ἄλγος, ἀνάτλημα, ἀνία, ἀπονία, ἄση, ἄχος, βάσανος, δειλία, δηγμός, δῆξις, διαπόνημα, διαπόνησις, δύη, δυσπάθεια, δυσφορία, δυσφορίη, ἐμπάθεια, ἐνόχλησις, κακά, κακοπάθεια, κακοπαθία, κόπος, λύπη, μόχθος, ὀδύνη, ὄτλος, πάθη, πάθημα, παθήματα, πόνος, τὰ ἔμπονα