διαπόνησις
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
English (LSJ)
-εως, ἡ, working at, preparing, πυροῦ Plu.2.693d. διαπονητέον, one must work hard at, Ph.2.235.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 esfuerzo, trabajo ref. al ejercicio fís. τῶν σωμάτων Luc.Anach.21, cf. Clem.Al.Paed.3.10.49, ref. al trabajo περὶ τὰς τέχνας διαπονήσεις Basil.Ep.277, τῆς γεωργίας Basil.Ep.2.2.
2 preparación, transformación ἡ τοῦ πυροῦ δ. εἰς τὸν ἄρτον Plu.2.693d.
3 sufrimiento Aq.Is.50.11.
German (Pape)
[Seite 597] ἡ, das Durcharbeiten, die Übung, Bereitung, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
préparation laborieuse de, gén..
Étymologie: διαπονέω.
Russian (Dvoretsky)
διαπόνησις: εως ἡ переработка (πυροῦ εἰς τὸν ἄρτον Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπόνησις -εως, ἡ [διαπονέω] training:. διαπονήσεις τῶν σωμάτων lichamelijke trainingen Luc. 37.21.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόνησις: ἡ, ἐργασία, ἄσκησις εἴς τι, παρασκευή τινος, Πλούτ. 2. 693D.