θρυαλλίδα: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[θρυαλλίς]])<br />[[φιτίλι]] λάμπας, λυχναριού ή κεριού<br />|[<b>νεοελλ.</b> κυλινδρικό νηματοειδές [[πλέγμα]] από καννάβι ή [[βαμβάκι]] το οποίο περιέχει εύφλεκτες ύλες ή [[είναι]] εμποτισμένο σε αυτές και χρησιμοποιείται για να μεταδώσει τη [[φωτιά]] σε εκρηκτικές ύλες, [[άπτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] φυτού που [[είναι]] κατάλληλο για την [[κατασκευή]] λυχναριών, κν. [[σήμερα]] αρνόγλωσσο, λουμινάκι<br /><b>2.</b> [[κηροπήγιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρύον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλλίς</i>, που απαντά [[συνήθως]] σε ονομασίες [[φυτών]] και πουλιών ([[πρβλ]]. <i>συκαλλίς</i> - [[σύκον]]). Τα φύλλα του φυτού [[αυτού]] χρησιμοποιούνταν ως [[φιτίλι]], γι' αυτό ονομάστηκε και [[λυχνίτις]]].
|mltxt=η (ΑΜ [[θρυαλλίς]])<br />[[φιτίλι]] λάμπας, λυχναριού ή κεριού<br /><b>νεοελλ.</b> κυλινδρικό νηματοειδές [[πλέγμα]] από καννάβι ή [[βαμβάκι]] το οποίο περιέχει εύφλεκτες ύλες ή [[είναι]] εμποτισμένο σε αυτές και χρησιμοποιείται για να μεταδώσει τη [[φωτιά]] σε εκρηκτικές ύλες, [[άπτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] φυτού που [[είναι]] κατάλληλο για την [[κατασκευή]] λυχναριών, κν. [[σήμερα]] αρνόγλωσσο, λουμινάκι<br /><b>2.</b> [[κηροπήγιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρύον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλλίς</i>, που απαντά [[συνήθως]] σε ονομασίες [[φυτών]] και πουλιών ([[πρβλ]]. <i>συκαλλίς</i> - [[σύκον]]). Τα φύλλα του φυτού [[αυτού]] χρησιμοποιούνταν ως [[φιτίλι]], γι' αυτό ονομάστηκε και [[λυχνίτις]]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 16:46, 27 April 2023

Greek Monolingual

η (ΑΜ θρυαλλίς)
φιτίλι λάμπας, λυχναριού ή κεριού
νεοελλ. κυλινδρικό νηματοειδές πλέγμα από καννάβι ή βαμβάκι το οποίο περιέχει εύφλεκτες ύλες ή είναι εμποτισμένο σε αυτές και χρησιμοποιείται για να μεταδώσει τη φωτιά σε εκρηκτικές ύλες, άπτρα
αρχ.
1. ονομασία φυτού που είναι κατάλληλο για την κατασκευή λυχναριών, κν. σήμερα αρνόγλωσσο, λουμινάκι
2. κηροπήγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + επίθημα -αλλίς, που απαντά συνήθως σε ονομασίες φυτών και πουλιών (πρβλ. συκαλλίς - σύκον). Τα φύλλα του φυτού αυτού χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι, γι' αυτό ονομάστηκε και λυχνίτις].

Translations

wick

Arabic: فَتِيل‎, فَتِيلَة‎; Aramaic Jewish: פְּתִילָא‎, פְּתִילֽתָּא‎, בֹּוצִנָא‎; Syriac: ܦܬܺܝܠܳܐ‎, ܦܬܺܝܠܬܳܐ‎, ܒܽܘܨܝܺܢܳܐ‎; Armenian: պատրույգ; Old Armenian: պատրոյգ, բուծին; Azerbaijani: fitil, piltə; Bashkir: филтә; Belarusian: кнот; Bulgarian: фитил; Catalan: ble, metxa; Chinese Mandarin: 燈心/灯心, 燭心/烛心, 炷; Crimean Tatar: melte; Czech: knot; Danish: væge; Dutch: lont; Esperanto: meĉo; Estonian: taht; Faroese: veikur, rak; Finnish: sydän, sydänlanka; French: mèche, mèche de bougie; Galician: pabío; Ge'ez: ፍትል, ፈትል ሡዕ; Georgian: ფითილი; German: Docht, Dacht, Kerzendocht; Greek: φιτίλι; Ancient Greek: θρυαλλίς, ἐλλύχνιον, ἅπτρα; Hungarian: kanóc; Icelandic: kveikur; Irish: buaiceas; Italian: stoppino, lucignolo; Japanese: 芯, 灯心, ろうそくの芯; Kazakh: білте, пілте; Korean: 심지, 등심; Kumyk: мелте; Kyrgyz: билик; Latin: filum, mergulus, ellychnium; Latvian: dakts; Lithuanian: dagtis; Luhya: olutambi; Macedonian: фитил; Malayalam: തിരി; Middle English: weke, mecche; Nepali: मैनधागो; Norwegian Bokmål: veke; Oromo: fo'aa; Ottoman Turkish: فتیل‎; Persian: فتیله‎, پلیته‎; Plautdietsch: Dacht; Polish: knot, świecidło; Portuguese: pavio, mecha; Romanian: fitil, muc; Russian: фитиль; Serbo-Croatian Cyrillic: фѝтӣљ; Roman: fìtīlj; Slovak: knôt; Slovene: stenj; Somali: dubaalad; Spanish: mecha, pabilo, pábilo; Swahili: utambi, ukope; Swedish: veke; Tagalog: mitsa; Tajik: пилта; Tatar: филтә; Tausug: sumbuhan; Turkish: fitil; Ukrainian: ґніт; Uyghur: پىلىك‎; Uzbek: pilik; Vietnamese: bấc, bấc đèn; Vilamovian: töcht, tȫht; Welsh: pabwyr; Yiddish: קנויט‎