λυσιφλεβής: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσιφλεβής]], -ές (Α)<br />αυτός που επιφέρει [[λύση]] της συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>φλεβής</i>].
|mltxt=[[λυσιφλεβής]], -ές (Α)<br />αυτός που επιφέρει [[λύση]] της συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>), [[πρβλ]]. [[ευφλεβής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐφλεβής Medium diacritics: λυσιφλεβής Low diacritics: λυσιφλεβής Capitals: ΛΥΣΙΦΛΕΒΗΣ
Transliteration A: lysiphlebḗs Transliteration B: lysiphlebēs Transliteration C: lysiflevis Beta Code: lusiflebh/s

English (LSJ)

ές, opening the veins, AP6.94 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ouvre les veines.
Étymologie: λύω, φλέψ.

German (Pape)

[ῡ], ές, die Adern lösend, σάγαρις, Philp. 6 (VI.94), wo es »die Samenader abschneidend« bedeutet.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐφλεβής: вскрывающий жилы (σάγαρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιφλεβής: -ές, ὁ λύων, τέμνων τὰς φλέβας, δηλ. τὴν σπερματώδη φλέβα, τὸ γεννητικὸν μόριον, Ἀνθ. Π. 6. 94.

Greek Monolingual

λυσιφλεβής, -ές (Α)
αυτός που επιφέρει λύση της συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -φλεβής (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. ευφλεβής].

Greek Monotonic

λῡσιφλεβής: -ές (φλέψ), αυτός που ανοίγει τις φλέβες, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῡσι-φλεβής, ές φλέψ
opening the veins, Anth.