λίθαξ: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> <i>adj.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λίθαξ]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[σκληρός]], [[πετρώδης]] («μή πώς μ' ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι [[ποτὶ]] πέτρῃ κῡμα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[λίθαξ]]<br />ο [[λίθος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) [[βραχώδης]] γη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κωφὴ [[λίθαξ]]» — [[επιτάφιος]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λίθαξ]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[σκληρός]], [[πετρώδης]] («μή πώς μ' ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι [[ποτὶ]] πέτρῃ κῡμα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[λίθαξ]]<br />ο [[λίθος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) [[βραχώδης]] γη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κωφὴ [[λίθαξ]]» — [[επιτάφιος]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[μύλαξ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:25, 8 May 2023
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ, A stony, λίθακι ποτὶ πέτρῃ Od.5.415. II as fem. Subst., = λίθος, Arat.1112, Orph.A.613; κωφὴ λ., of a gravestone, AP7.392 (Heraclid. Sinop.); of a precious stone, Man.6.343; λ. τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, of the pumice-stone, AP6.66 (Paul. Sil.). 2 in plural, stony land, Epic.in Arch.Pap.7.10, v.l. in Nic. Th.150; cf. ἕρμαξ.
German (Pape)
[Seite 44] ακος (λίθος), steinig, felsig, hart, πέτρη, Od. 5, 415, Schol. λιθώδης. – Als subst. ἡ, eigtl. dim. von λίθος (vgl. B. A. 635, 17), kleiner Stein, Felsstück, bes. sp. D., wie Arat. Phaen. 1112; Orph. Arg. 611; ἀνθηραί, Edelsteine, Man. 6, 343; τρητή, Bimsstein, Paul. Sil. 52 (VI, 66).
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
I. adj. de pierre;
II. subst. ἡ λίθαξ;
1 petite pierre, caillou;
2 pierre tumulaire;
3 pierre précieuse;
4 pierre ponce;
5 au pl. région pierreuse.
Étymologie: λίθος.
Russian (Dvoretsky)
λίθαξ: ᾰκος (ῐ) adj. каменистый или каменный (πέτρη Hom.).
ᾰκος ἡ камень: κωφὴ λ. Anth. безмолвный камень, т. е. надгробный памятник; λ. τρητή Anth. ноздреватый камень, т. е. пемза.
Greek (Liddell-Scott)
λίθαξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (λίθος) λιθώδης, μήπως μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ, «μήπως με προσρίψῃ πέτρᾳ τινὶ ἐχούσῃ προβολὰς ὀξείας, τοιαύτη γὰρ ἡ λίθαξ πέτρα» (Εὐστάθ.), Ὀδ. Ε. 415. ΙΙ. ὡς θηλ. οὐσιαστ., = λίθος, Ἄρατ. 1112, Ὀρφ. Ἀργ. 611· ἐπὶ λίθου ἐπιταφίου, Ἀνθ. Π. 7. 392· ἐπὶ πολυτίμου λίθου, Μανέθων 6. 343· λ. τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, ἐπὶ τῆς κισήρεως, «ἐλαφροπέτρας», Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) ἐν τῷ πληθ., γῆ λιθώδης, Νικ. Θηρ. 150· πρβλ. ἕρμαξ.
English (Autenrieth)
ακος: stony, hard, Od. 5.415†.
Greek Monolingual
λίθαξ, ὁ, ἡ (Α)
1. σκληρός, πετρώδης («μή πώς μ' ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ κῡμα», Ομ. Οδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λίθαξ
ο λίθος
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) βραχώδης γη
4. φρ. «κωφὴ λίθαξ» — επιτάφιος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. μύλαξ)].
Greek Monotonic
λίθαξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ (λίθος)·
I. λιθώδης, πετρώδης, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως θηλ. ουσ., = λίθος, λίθος ταφικού μνημείου, λίθος επιταφίου, σε Ανθ.· λέγεται για την ελαφρόπετρα, στον ίδ.
Middle Liddell
λῐ́θαξ, ακος, λίθος
I. stony, Od.
II. as fem. Subst., = λίθος, a grave-stone, Anth.; of the pumice-stone, Anth.