ψυχαπάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2, $3 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά την [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀπατῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>ὀρκ</i>-<i>απάτης</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά την [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀπατῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ὀρκαπάτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:55, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχᾰπάτης Medium diacritics: ψυχαπάτης Low diacritics: ψυχαπάτης Capitals: ΨΥΧΑΠΑΤΗΣ
Transliteration A: psychapátēs Transliteration B: psychapatēs Transliteration C: psychapatis Beta Code: yuxapa/ths

English (LSJ)

[πᾰ], ου, ὁ, beguiling the soul, οἶνος Eratosth.36.5; ὄνειρος AP5.165 (Mel.); στέφανος AP12.256 (Id.), etc.; v. ψυχροπότης.

German (Pape)

[Seite 1403] ὁ, der Seelen täuscht, betrügt, aber auch der Seelen vergnügt, herzerfreuend; Mel. 18 (XII, 81); ὄνειρος 103 (V, 166); στέφανος 2 (XII, 256); οἶνος poet. bei Clem. Al. paedag. 2, 2,28.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui trompe l'âme;
2 qui séduit, captive ou réjouit l'âme.
Étymologie: ψυχή, ἀπατάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχαπάτης -ου [ψυχή, ἀπατάω] als adj. de geest misleidend:. ὄνειρος droom die mijn geest misleidt AP 5.166.6.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχᾰπάτης: ου adj. m
1 обманывающий душу, обманчивый (ὄνειρος Anth.);
2 пленяющий, завлекающий (Ἔρωτος στέφανος Anth.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που εξαπατά την ψυχή
2. (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ὀρκαπάτης].

Greek Monotonic

ψῡχᾰπάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχᾰπάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἀπατῶν τὴν ψυχήν, οἶνος ψυχαπάτης Ἐρατοσθένης παρὰ Κλήμ. Ἀλέξ. 183· ὄνειρος Ἀνθ. Π. 5. 166· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλλιτέρας σημασίας, ὁ εὐφραίνων τὴν ψυχήν, Ἀνθ. Π. 12. 256, κλπ.

Middle Liddell

ψῡχ-ᾰ˘πάτης, ου, ὁ,
beguiling the soul, Anth.