προσκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[καρδιά]], [[καρδιακός]] («προσκάρδιον [[ἕλκος]]», Βίων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] (<b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-<i>κάρδιος</i>, <i>περι</i>-<i>κάρδιος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[καρδιά]], [[καρδιακός]] («προσκάρδιον [[ἕλκος]]», Βίων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] (<b>πρβλ.</b> [[κατακάρδιος]], [[περικάρδιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:20, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκάρδιος Medium diacritics: προσκάρδιος Low diacritics: προσκάρδιος Capitals: ΠΡΟΣΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: proskárdios Transliteration B: proskardios Transliteration C: proskardios Beta Code: proska/rdios

English (LSJ)

Dor. ποτι-, ον, at the heart, ἕλκος Bion 1.17.

German (Pape)

[Seite 767] dor. ποτικάρδιος, am Herzen, ἕλκος Bion. 1, 16, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκάρδιος: Δωρικ. ποτικ-, ον, ὁ πρὸς τῇ καρδίᾳ, Βίων 1. 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στην καρδιά, καρδιακός («προσκάρδιον ἕλκος», Βίων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καρδία (πρβλ. κατακάρδιος, περικάρδιος)].

Greek Monotonic

προσκάρδιος: Δωρ. ποτι-κ, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην καρδιά, σε Βίωνα.

Middle Liddell

doric ποτι-κ-, ον
at the heart, Bion.