νεμέτωρ: Difference between revisions
κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεμέτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />αυτός που απονέμει [[δικαιοσύνη]], [[κριτής]], [[τιμωρός]], [[εκδικητής]] («τώς νιν [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[νεμέτωρ]] ἐπίδοι κοταίνων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμε</i>- του ρ. [[νέμω]] ( | |mltxt=[[νεμέτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />αυτός που απονέμει [[δικαιοσύνη]], [[κριτής]], [[τιμωρός]], [[εκδικητής]] («τώς νιν [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[νεμέτωρ]] ἐπίδοι κοταίνων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμε</i>- του ρ. [[νέμω]] ([[πρβλ]]. [[νέμεσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i>, πιθ. [[κατά]] το <i>γενέ</i>-<i>τωρ</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:35, 8 May 2023
English (LSJ)
ορος, ὁ, dispenser of justice, avenger, Ζεύς A.Th.485 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 239] ορος, ὁ, der Vertheiler, bes. der Recht vertheilt, Gerechtigkeit übt, der Richter, Rächer, Ζεύς, Aesch. Sept. 467.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui distribue la justice, juge.
Étymologie: νέμω.
Russian (Dvoretsky)
νεμέτωρ: ορος ὁ воздающий по заслугам, каратель, мститель (Ζεύς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νεμέτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀπονέμων τὰ δίκαια, ἐκδικητής, Ζεὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 489.
Greek Monolingual
νεμέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, κριτής, τιμωρός, εκδικητής («τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμε- του ρ. νέμω (πρβλ. νέμεσις) + επίθημα -τωρ, πιθ. κατά το γενέ-τωρ (βλ. και λ. νέμω)].
Greek Monotonic
νεμέτωρ: -ορος, ὁ (νέμω), αυτός που απονέμει τα δίκαια, εκδικητής, σε Αισχύλ.