νικαῖος: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=νικαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[νίκη]], ο [[σχετικός]] με τη [[νίκη]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει τη [[νίκη]], που φέρνει τη [[νίκη]] («Παλλὰς νικαία» <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νικαῖον</i><br />[[μνημείο]] που έχει ανεγερθεί σε [[ανάμνηση]] νίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ( | |mltxt=νικαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[νίκη]], ο [[σχετικός]] με τη [[νίκη]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει τη [[νίκη]], που φέρνει τη [[νίκη]] («Παλλὰς νικαία» <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νικαῖον</i><br />[[μνημείο]] που έχει ανεγερθεί σε [[ανάμνηση]] νίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[πηγαίος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 8 May 2023
English (LSJ)
α, ον, (νίκη) of or belonging to victory, θεός J.AJ3.2.5; Ζεὺς N., = Juppiter Victor, D.C. 47.40; ἐλπίς Nonn.D.18.169; Πάλλας ν., as the giver of victory, ib. 37.623: νικαίην, Ion. for νίκην, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 255] den Sieg betreffend, Sp.; Ζεύς, der Siegverleiher, wie Παλλάς, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκαῖος: -α, -ον, (νίκη) ὁ ἀνήκων εἰς νίκην, ἐλπὶς Νόνν. Δ. 18. 169· Παλλὰς ν., ἡ παρέχουσα τὴν νίκην, αὐτόθι 37. 623· - νικαίην, ἑρμηνεύεται ὡς Ἰων. ἀντὶ νίκην, Φώτ., Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 313.
Greek Monolingual
νικαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νίκη, ο σχετικός με τη νίκη
2. αυτός που δίνει τη νίκη, που φέρνει τη νίκη («Παλλὰς νικαία» Νόνν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικαῖον
μνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαίος)].