νυκτόβιος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (pape replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[νυχτόβιος]], -α, -ο (Α [[νυκτόβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που αναζητεί την [[τροφή]] του [[κατά]] τη [[νύχτα]] («νυκτόβιο [[είδος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει [[σπίτι]] του τα χαράματα; Ξενύχτης<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυκτίρεμβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] ( | |mltxt=και [[νυχτόβιος]], -α, -ο (Α [[νυκτόβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που αναζητεί την [[τροφή]] του [[κατά]] τη [[νύχτα]] («νυκτόβιο [[είδος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει [[σπίτι]] του τα χαράματα; Ξενύχτης<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυκτίρεμβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] ([[πρβλ]]. [[θαλασσόβιος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext== [[νυκτερόβιος]], Procl. <i>paraphr. Ptolem</i>. | |ptext== [[νυκτερόβιος]], Procl. <i>paraphr. Ptolem</i>. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, paraphr. of νυκτίρεμβος, Procl.Par. Ptol.226.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτόβῐος: -ον, ὁ ἔχων τὴν νύκτα ὡς ἡμέραν, δηλ. ὁ ζητῶν τὴν τροφήν του κατὰ τὴν νύκτα, ἐπὶ τῶν θηρίων ἐν γένει, Πρόκλ.
Greek Monolingual
και νυχτόβιος, -α, -ο (Α νυκτόβιος, -ον)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («νυκτόβιο είδος»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει σπίτι του τα χαράματα; Ξενύχτης
αρχ.
νυκτίρεμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος)].
German (Pape)
= νυκτερόβιος, Procl. paraphr. Ptolem.