σμιλεύω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΝΑ<br />[[κατεργάζομαι]] με [[σμίλη]], [[γλύφω]], [[λαξεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμίλη]]. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (<b>πρβλ.</b> <i>απο</i>-[[σμιλεύω]], <i>δια</i>-[[σμιλεύω]])].
|mltxt=ΜΝΑ<br />[[κατεργάζομαι]] με [[σμίλη]], [[γλύφω]], [[λαξεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμίλη]]. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις ([[πρβλ]]. [[αποσμιλεύω]], [[διασμιλεύω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

Middle Liddell

σμῑλεύω,
to carve finely. [from σμῑ́λη]

German (Pape)

[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.

French (Bailly abrégé)

entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.

Greek Monolingual

ΜΝΑ
κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. αποσμιλεύω, διασμιλεύω)].

Greek Monotonic

σμῑλεύω: σκαλίζω, γλύφω με λεπτότητα, λαξεύω.

Mantoulidis Etymological

(=σκαλίζω, λαξεύω). Ἀπό τό οὐσ. σμίλη (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη).
Παράγωγα: σμιλεία καί σμίλευσις (=σκάλισμα), σμίλευμα, σμιλευτός (=σκαλισμένος).