νήκεστος: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νήκεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν θεραπεύεται, ο [[ανίατος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νήκεστον</i><br />ανίατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] «[[θεραπεύω]]»), | |mltxt=[[νήκεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν θεραπεύεται, ο [[ανίατος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νήκεστον</i><br />ανίατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] «[[θεραπεύω]]»), [[πρβλ]]. [[ευάκεστος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:27, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, (νη-, ἀκέομαι) incurable, neut. as adverb, incurably, ὅς κε… νήκεστον ἀασθῇ ib. 283.
German (Pape)
[Seite 251] unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incurable.
Étymologie: νη-, ἀκέομαι.
Russian (Dvoretsky)
νήκεστος: неисцелимый, неизлечимый: νήκεστον HH (v.l. μήκιστον), Hes. неисцелимо.
Greek (Liddell-Scott)
νήκεστος: -ον, (νη-, ἀκέομαι) ἀνίατος, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.
Greek Monolingual
νήκεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον
ανίατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευάκεστος].
Greek Monotonic
νήκεστος: -ον (νη-, ἀκέομαι), αθεράπευτος· το ουδ. ως επίρρ., αθεράπευτα, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νή-κεστος, ον, [νη-, ἀκέομαι
incurable, neut. as adv. incurably, Hes.