νεόρραντος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόρραντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα [[πεδία]] σὺν νεορράντῳ ξίφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -(<i>ρ</i>)<i>ραντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ρραντος</i>].
|mltxt=[[νεόρραντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα [[πεδία]] σὺν νεορράντῳ ξίφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -(<i>ρ</i>)<i>ραντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαίνω]]), [[πρβλ]]. [[πολύρραντος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:29, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόρραντος Medium diacritics: νεόρραντος Low diacritics: νεόρραντος Capitals: ΝΕΟΡΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: neórrantos Transliteration B: neorrantos Transliteration C: neorrantos Beta Code: neo/rrantos

English (LSJ)

ον, (ῥαίνω) newly sprinkled, ν. ξίφος a fresh-reeking sword, S.Aj.30, 828; δάκρυα ν. newly shed, Aristid. Or.24 (44). 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
récemment trempé.
Étymologie: νέος, ῥαίνω.

German (Pape)

frisch besprengt, benetzt, ξίφος, Soph. Aj. 30, 815.

Russian (Dvoretsky)

νεόρραντος: недавно окропленный (кровью), покрытый свежей кровью (ξίφος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόρραντος: -ον, (ραίνω) ὁ νεωστὶ ῥαντισθείς, ν. ξίφος, νεοβρεγμένον (ἐκ τοῦ αἵματος) Σοφ. Αἴ. 30, 828· δάκρυα ν., νεωστὶ χυθέντα, Ἀριστείδ. 2. 395D.

Greek Monolingual

νεόρραντος, -ον (Α)
1. αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει», Σοφ.)
2. αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -(ρ)ραντος (< ῥαίνω), πρβλ. πολύρραντος].

Greek Monotonic

νεόρραντος: -ον (ῥαίνω), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

νεόρ-ραντος, ον ῥαίνω
fresh-reeking, Soph.